Το υπόμνημα του Συλλόγου προς το ΣτΕ, για τη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης του τέλους επιτηδεύματος

Αρχική | Οι Δράσεις μας | Ανακοινώσεις Συλλόγου | Το υπόμνημα του Συλλόγου προς το ΣτΕ, για τη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης του τέλους επιτηδεύματος
image

ΠΡΟΣ  ΤΟ  ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ  ΤΗΣ  ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

Υ Π Ο Μ Ν Η Μ Α

 

1). Του  Σωματείου με την επωνυμία «Έλληνες  Φορολογούμενοι», νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου,  που εδρεύει στη Αθήνα, οδός    Μνησικλέους 2 & Μητροπόλεως 43  και εκπροσωπείται νόμιμα.

 

2). Του (παραλείπεται το όνομα),  κατοίκου Σερρών,  οδός  (παραλείπεται).

 

3). Του (παραλείπεται το όνομα), κατοίκου  Ορχομενού Βοιωτίας,  οδός (παραλείπεται).


ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ

1. Της υπ’ αριθμ. ΠΟΛ. 1167/02-08-2011 (ΦΕΚ 1835/B΄/17-08-2011) απόφασης του κ. Αναπληρωτή  Υπουργού Οικονομικών, κατά το μέρος που αφορά την επιβολή του “Τέλους Επιτηδεύματος” (άρθρα 3 και 4).

2. Κάθε άλλης, συναφούς προς την ανωτέρω, προσβαλλόμενης, προγενέστερης ή μεταγενέστερης, πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης.

Συζητείται στις 4 Νοεμβρίου 2011 στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου Σας η από 29/08/2011 και με αριθμό κατάθεσης 6610/2011  Αίτησή μας για την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ΠΟΛ. 1167/02-08-2011 (ΦΕΚ 1835/B΄/17-08-2011) κανονιστικής απόφασης του κ. Αναπληρωτή  Υπουργού Οικονομικών,  η οποία εκδόθηκε με νομοθετική εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 31  παρ. 5 του Ν. 3986/2011 για την επιβολή του λεγόμενου  «Τέλους Επιτηδεύματος» στους ελεύθερους επαγγελματίες και επιτηδευματίες.     Η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη, νομικά και ουσιαστικά, για τους κάτωθι προβαλλόμενους λόγους και για τους λόγους που αναφέρουμε στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως.

Αναφερόμαστε στους λόγους ακυρώσεως του δικογράφου της αίτησης ακυρώσεως και συμπληρωματικά αναφέρουμε τα εξής:

Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Ο  –  Ε Ν Ν Ο Μ Ο   Σ Υ Μ Φ Ε Ρ Ο Ν:

 

Ο  Σύλλογος  «ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ» είναι ένας ανεξάρτητος, μη κυβερνητικός και μη κερδοσκοπικός οργανισμός.   Το Καταστατικό του Συλλόγου υπογράφηκε από τα ιδρυτικά του μέλη στις 21 Μαρτίου 2010 και εγκρίθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στις 8 Φεβρουαρίου 2011, με την υπ' αριθμόν 556/2011 απόφασή του και καταχωρήθηκε στα Βιβλία Σωματείων του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό 28450/18-03-2011.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού του, οι σκοποί του Συλλόγου μας είναι οι εξής:

α) Η προστασία των συμφερόντων του έλληνα φορολογούμενου.

β) Η ενημέρωση, εκπαίδευση και σωστή πληροφόρησή του έλληνα φορολογούμενου.

γ) Η υποβοήθηση των φορολογούμενων στην κατανόηση των φορολογικών υποχρεώσεων και διαδικασιών και των ζητημάτων κοινωνικής ασφάλισης.

δ) Η εμπέδωση της φορολογικής συνείδησης στους έλληνες πολίτες.

ε) Η υποβολή προτάσεων και πραγματοποίηση παρεμβάσεων σε θέματα φορολογίας και γενικά θεμάτων που άπτονται της λειτουργίας της οικονομίας.

στ) Η εκπροσώπηση των μελών του στα όργανα, τα οποία παίρνουν αποφάσεις που τον αφορούν, καθώς και στα όργανα της Δικαιοσύνης.

ζ) Η ανάληψη ενεργειών που θα βοηθούν στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.

η) Ο κοινωνικός έλεγχος των δαπανών της δημόσιας διοίκησης.

θ) Η γενικότερη προώθηση των συμφερόντων του έλληνα φορολογούμενου και της ελληνικής οικονομίας.

 

Όπως προκύπτει από το Καταστατικό μας  σκοπός του  Σωματείου μας είναι η προστασία και γενικότερη προώθηση  των συμφερόντων του έλληνα φορολογούμενου και της ελληνικής οικονομίας και η υποβολή προτάσεων και πραγματοποίηση παρεμβάσεων σε θέματα φορολογίας,    και ως εκ τούτου, ως σωματείο, έχουμε έννομο συμφέρον για την υποβολή της αίτησης ακύρωσης της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης.   Η προστασία των έννομων συμφερόντων των  φορολογουμένων αφορά και την προστασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων των φορολογούμενων.    Ως σωματείο που σκοπό έχει την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, και δη των φορολογουμένων, έχουμε αδιαμφισβήτητο έννομο συμφέρον (βλ. και ΣΤΕ, Δ΄ Τμήμα,  350/2011 για έννομο συμφέρον του σωματείου «Ελληνική Ένωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου»). Επειδή μέλη του Σωματείου μας είναι και ελεύθεροι επαγγελματίες και επιτηδευματίες,  όπως ο δεύτερος και τρίτος αιτών,  που υφίστανται οικονομική βλάβη από την επιβολή  του Τέλους επιτηδεύματος  και ως εκ τούτου έχουμε, και για αυτόν το λόγο, έννομο συμφέρον για την προστασία των έννομων συμφερόντων και των δικαιωμάτων και των μελών μας (ΣΤΕ, Δ΄ Τμήμα,  575/2001).

 

Ο δεύτερος και ο τρίτος αιτών υφιστάμεθα οικονομική βλάβη από την προσβαλλόμενη  Υπουργική Απόφαση καθώς καλούμαστε να καταβάλλουμε το Τέλος Επιτηδεύματος, δηλαδή το ποσό των τριακοσίων (300) Ευρώ για το οικονομικό έτος 2011 και το ετήσιο ποσό των τετρακοσίων (400) Ευρώ για τα επόμενα έτη έως το 2015,   και ως εκ τούτου το έννομο συμφέρον μας είναι αδιαμφισβήτητο.

 

Λ Ο Γ Ο Ι   Α Κ Υ Ρ Ω Σ Ε Ω Σ:

 

 

Α). Κατά το άρθρο 78 § 1 του Συντάγματος «κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος».

 

Όπως εξηγούμε αναλυτικά και στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως το λεγόμενο «Τέλος Επιτηδεύματος» δεν αποτελεί ανταποδοτικό τέλος αλλά φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος.     Κριτήριο για τον ανταποδοτικό χαρακτήρα ή μη ενός τέλους είναι το κόστος της εν γένει παροχής στην οποία υποβάλλεται η Δημόσια Διοίκηση (ΣτΕ 1718/2003 7μελ. και ΣτΕ 3184/2008). Η προσβαλλόμενη κανονιστική Υπουργική Απόφαση  ΠΟΛ  1167/02-08-2011 εκδόθηκε δυνάμει ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 31 παρ. 5 του Ν. 3986/2011.   Εάν το «Τέλος Επιτηδεύματος» ήταν ανταποδοτικό τέλος για τη νομιμότητα της κατ΄ εξουσιοδότηση εκδιδομένης κανονιστικής αποφάσεως, πρέπει, είτε από το κείμενο της αποφάσεως αυτής, είτε από τα στοιχεία που τη συνοδεύουν, να προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των επιβαλλομένων τελών, η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ των τελών αυτών και του κόστους των παρεχομένων ειδικών υπηρεσιών. Η αντιστοιχία αυτή εκφράζεται όχι με την απόλυτη ισοσκέλιση των δύο κονδυλίων (εσόδων – εξόδων), αλλά με μία κατά προσέγγιση αναλογική μεταξύ τους σχέση (ΣτΕ  3184/2008) η οποία είναι απαραίτητη για την τεκμηρίωση της ανταποδοτικότητας του ενδίκου τέλους.

 

Όμως ούτε από το κείμενο της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως ούτε από τα στοιχεία που τη συνοδεύουν (βλ.  και αιτιολογική έκθεση του Νόμου), αλλά ούτε και από τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 προκύπτει ότι για την επιβολή και τον προσδιορισμό του τέλους επιτηδεύματος, λήφθηκε υπόψη το υποτιθέμενο κόστος μιας παροχής προς τους ελεύθερους επαγγελματίες έναντι της οποίας να συνδέεται η καταβολή του αντίστοιχου τέλους επιτηδεύματος, εφόσον πουθενά δεν παρατίθενται τέτοια οικονομικά μεγέθη για την τεκμηρίωση της ανταποδοτικότητας του ενδίκου τέλους επιτηδεύματος (ΣτΕ  3184/2008).

 

Για την επιβολή ενός ανταποδοτικού τέλους θα πρέπει να τηρείται αυστηρά η αρχή της ανταποδοτικότητας και κατά συνέπεια η επιβολή ή η αύξηση των τελών θα πρέπει να είναι ανάλογη με την αύξηση του κόστους των παρεχομένων υπηρεσιών.  Για να είναι νόμιμη η επιβολή ενός ανταποδοτικού τέλους θα πρέπει να ικανοποιούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

-   Πρέπει το τέλος να αναφέρεται σε συγκεκριμένο έργο ή παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών.

-   Να προσδιορίζει με ακρίβεια τον κύκλο των ωφελούμενων προσώπων.

-   Να ορίζει ρητά και με σαφήνεια την ειδική ωφέλεια που απορρέει για τους υπόχρεους.

-   Να αιτιολογείται ειδικώς, με την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων, όσον αφορά στον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων αλλά και στο εύρος του κύκλου των ωφελουμένων προσώπων, προκειμένου να είναι δυνατός ο έλεγχος της τήρησης της αρχής της ανταποδοτικότητας και να διασφαλισθεί η δίκαιη και αντικειμενική επιβάρυνση του κάθε υπόχρεου.

Η μη ικανοποίηση των ανωτέρω κριτηρίων, που επιτάσσεται από τη φύση των τελών ανταποδοτικού χαρακτήρα, αποστερεί τις αποφάσεις επιβολής τους από το στοιχείο της νομιμότητας (βλ.  υπ΄αριθ.  2/14-01-2005 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών για την επιβολή ανταποδοτικών τελών). Η επιβολή τελών σε συγκεκριμένο κύκλο προσώπων, με ταυτόχρονη διάχυση του οφέλους σε ένα αόριστο πλήθος ατόμων δεν είναι σύμφωνη με την αρχή της ανταποδοτικότητας και υποκρύπτει φορολογία .

 

Περαιτέρω,  εάν το λεγόμενο τέλος επιτηδεύματος ήταν ανταποδοτικό και αφορούσε την κάλυψη δαπάνης για την παροχή ειδικής ωφέλειας στους ελεύθερους επαγγελματίες θα ετίθετο  σε μόνιμη βάση και όχι έως το 2015, όπως ορίζει  ο Νόμος υπ΄ αριθ.  3986/2011 (ΦΕΚ 152Α/01-07-2011)  “Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής  2012-2015”.  Εάν υφίστατο κάποια δαπάνη του Δημοσίου θα ήταν σε μόνιμη βάση και θα ήταν μόνιμο και το τέλος επιτηδεύματος ούτως ώστε να καλύπτει αυτήν την πάγια δαπάνη του Δημοσίου.  Απεναντίας η ίδια η Αιτιολογική έκθεση του Νόμου ορίζει το τέλος επιτηδεύματος  ως ελάχιστο φόρο εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών και επιτηδευματιών.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται με σαφήνεια, όπως και από τους λόγους που αναλύουμε στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, ότι το λεγόμενο «Τέλος Επιτηδεύματος» αποτελεί στην πραγματικότητα φόρο, κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος,  και όχι κάποιο τέλος ανταποδοτικού χαρακτήρα.

 

Όμως κατά την έννοια της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 78 του Συντάγματος «κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Με την εν λόγω διάταξη, ορίζονται περιοριστικά τα στοιχεία (numerus clausus) που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβάρυνσης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές) (ΣτΕ 693/2011).

 

Η διάταξη του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011  αντίκειται στην προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη και αρχή του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος διότι η επιβολή του Τέλους, που στην πραγματικότητα αποτελεί φόρο, δεν πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, όπως είναι το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές,  αλλά πλήττει συλλήβδην την τάξη των ελευθέρων επαγγελματιών και επιτηδευματιών, χωρίς καμία εξειδίκευση και προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης.  Επειδή σκοπός του τέλους επιτηδεύματος είναι η φορολόγηση των εισοδημάτων των ελευθέρων επαγγελματιών,  εντούτοις όμως δεν καθιερώνει κάποιο σύστημα προσδιορισμού του εισοδήματος το οποίο να αποβλέπει στην εξακρίβωση της ελάχιστης φοροδοτικής ικανότητας των φορολογούμενων επαγγελματιών καθώς ο Νόμος και η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση δεν διακρίνουν τους ελεύθερους επαγγελματίες σε εισοδηματικές κατηγορίες, δεν προσδιορίζεται το εισόδημα των ελευθέρων επαγγελματιών με αντικειμενικά κριτήρια,  δεν γίνεται λογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος των επαγγελματιών, όπως όριζε η Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου για το άρθρο 31, ούτε χρησιμοποιείται κάποια βάση υπολογισμού του εισοδήματος των επαγγελματιών.

 

Επί της ουσίας το λεγόμενο «Τέλος Επιτηδεύματος» εισάγει για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη και στο ελληνικό φορολογικό σύστημα τον λεγόμενο κεφαλικό φόρο (καθώς φορολογεί τους ελεύθερους επαγγελματίες με μόνη την ιδιότητά τους αυτή (!) και ο οποίος κεφαλικός φόρος απαγορεύεται από το Σύνταγμά μας ως αντικείμενος στην συνταγματική διάταξη του άρθρου 78.

 

Β). Η φορολογική υποχρέωση πρέπει να είναι ανάλογη της φοροδοτικής ικανότητας του κάθε πολίτη.  Η όποια φορολογική επιβάρυνση πρέπει να συνάπτεται με γενικό και αντικειμενικό κριτήριο, από το οποίο να τεκμαίρεται, κατά την κοινή πείρα, η ύπαρξη αντίστοιχης οικονομικής δυνατότητας και, επομένως, φοροδοτικής ικανότητας των επιβαρυνόμενων.   Η φοροδοτική ικανότητα του φορολογούμενου θα πρέπει να προκύπτει επίσης με συνδυασμό αντικειμενικών στοιχείων, σε συνάρτηση δηλαδή με τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, και υποκειμενικών στοιχείων, δηλαδή να διαπιστώνεται εάν άτομα που ανήκουν στην ίδια επαγγελματική ή κοινωνική  τάξη έχουν και την ίδια φοροδοτική ικανότητα.

 

Η διάταξη του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 παραβιάζει την αρχή της φορολογικής ισότητας, δηλαδή της φορολόγησης με βάση την φοροδοτική ικανότητα, διότι επιβάλει αδιακρίτως τον ίδιο φόρο  (τέλος επιτηδεύματος) σχεδόν σε όλους τους επαγγελματίες και επιτηδευματίες, με μόνη την ιδιότητα αυτή, χωρίς να συνυπολογίσει και το ετήσιο εισόδημα του καθενός, το οποίο κατά κοινή πείρα είναι ουσιωδώς διαφορετικό. Δε λαμβάνονται δηλαδή καθόλου υπόψιν, πριν  την επιβολή του εν λόγω Τέλους, οι ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες τελεί ο κάθε υπόχρεος επαγγελματίας ούτως ώστε να του επιβάλλεται ο φόρος στο ύψος που πραγματικά του αναλογεί.

Με την διάταξη του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 παραβιάζεται και η αρχή της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας (ΣΤΕ 1500/1986), δηλαδή της φορολογήσεως της ίδιας φορολογητέας ύλης για την ίδια αιτία (non bis in idem).  Η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος αποτελεί δεύτερη φορολόγηση των εισοδημάτων των ελευθέρων επαγγελματιών (όπως ορίζει και η ίδια η αιτιολογική έκθεση του Νόμου), για την ίδια αιτία (επί της ουσίας δεύτερος φόρος εισοδήματος) και για την ίδια φορολογητέα ύλη (τα εισοδήματα που έχουν ήδη φορολογηθεί μία φορά με την ετήσιο φόρο εισοδήματος), και μάλιστα για το ίδιο οικονομικό έτος (2011-2015) (!). Σημειωτέον ότι, το τέλος επιτηδεύματος δεν εκπίπτει  ως δαπάνη για την προσδιορισμό του ετήσιου φορολογητέου εισοδήματος (!) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 6 της προσβαλλομένης Υπουργικής Αποφάσεως.  Η διπλή αυτή φορολόγηση των εισοδημάτων των επαγγελματιών και επιτηδευματιών συνεπάγεται μία ανισότητα των φορολογουμένων στη συμμετοχή στα δημόσια βάρη, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της φορολογικής ισότητας που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος.

 

Η διπλή φορολογία (double taxation)  της ίδιας φορολογητέας ύλης για την ίδια αιτία και μάλιστα μέσα στο ίδιο δημοσιονομικό έτος, εκτός από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αντίκειται επίσης και στο  άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε από τη χώρα μας με το Ν.Δ.  53/1974 και το οποίο    «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός Κράτους να θέσει σε ισχύ νόμους τους οποίους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».  Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα» και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. Ολ. ΑΠ 40/1998 και την αναφερόμενη σ' αυτή πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Το ετήσιο εισόδημα του φορολογούμενου επαγγελματία αποτελεί περιουσιακής φύσεως δικαίωμά του ή αλλιώς νομίμως κεκτημένο οικονομικό συμφέρον μη υποκείμενο σε αυθαίρετη αποστέρηση.

Για τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως αναφερόμαστε σε όσα αναλύουμε στο δικόγραφο της ακυρώσεως.

Συνοψίζοντας,  η επίκληση λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου,  για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, και ενδεχομένως και άλλων φόρων, ισοδυναμεί, νομικά και πρακτικά,  με αναστολή άρθρων του Συντάγματός μας (!) και κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή κατάσταση πολιορκίας κατά το άρθρο 48 του Συντάγματος. Μάλιστα τα άρθρα 4 παρ. 5 του Συντάγματος (αρχή της φορολογικής ισότητας με βάση την φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων πολιτών), άρθρο 78 του Συντάγματος (αρχή της νομιμότητας του φόρου) και άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (δικαίωμα δικαστικής προστασίας) δεν αναστέλλονται ούτε και στην περίπτωση που η χώρα κηρύσσεται σε κατάσταση πολιορκίας (!!!).

Σχετικά με την δημοσιονομική «αναγκαιότητα» επιβολής, για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος και για λόγους έκτακτης δημοσιονομικής ανάγκης που βρίσκεται η χώρα μας, του τέλους επιτηδεύματος, αναφέρουμε ότι υπάρχουν αποδεδειγμένα άλλες λύσεις για την είσπραξη εσόδων και τη μείωση της σπατάλης εκ μέρους του Δημοσίου.  Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών υπάρχουν 41 δισ. Ευρώ βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο.  Εάν εισπραχθεί το 10% μόνον (!) από αυτές τις οφειλές θα μπουν στα ταμεία του Δημοσίου 4,1 δις. Ευρώ, δεν θα χρειαστεί δηλαδή να μπουν αρκετοί «έκτακτοι» φόροι, όπως είναι το τέλος επιτηδεύματος.     Όπως τόσες φορές έχει το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών αναγνωρίσει, η περιστολή της φοροδιαφυγής και η αύξηση των εσόδων από τη μείωσή της, μπορεί να επιφέρει σημαντικά έσοδα στα δημόσια ταμεία. Συνεπώς, το Υπουργείο μπορεί να πετύχει την αύξηση των εσόδων του από την πηγή αυτή και να υπερκαλύψει πιθανή απώλεια που θα έχει από ενδεχόμενη ακύρωση του τέλους επιτηδεύματος. Είναι σαφές ότι, αφ’ ενός μεν το Υπουργείο Οικονομικών έχει επιδείξει αμέλεια ως προς την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών και αφ’ ετέρου ότι, εάν οι μηχανισμοί του υπουργείου δραστηριοποιηθούν αποτελεσματικά, τα ποσά που θα εισπραχθούν μπορούν να υπερκαλύψουν το προσδοκώμενο έσοδο των 300 εκατομμυρίων ευρώ που θα προκύψει από την εφαρμογή του προσβαλλόμενου άρθρου για το Τέλος Επιτηδεύματος.

Αλλωστε, η ίδια η αιτιολογική έκθεση του Νόμου αναιρεί την δημοσιονομική αναγκαιότητα επιβολής του τέλους επιτηδεύματος σε όλους σχεδόν τους επαγγελματίες και επιτηδευματίες (!).  Ειδικότερα ορίζει το κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης για το άρθρο 31 του Ν. 3986/2011:  «Διαπιστώνεται ότι περίπου 700.000 επιτηδευματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες δηλώνουν καθαρά κέρδη κάτω του αφορολογήτου ορίου των 12.000 Ευρώ.  Δεδομένων των δημοσιονομικών συνθηκών τις οποίες διέρχεται η χώρα μας προτείνεται η θέσπιση ελαχίστου φόρου εισοδήματος από τη δραστηριότητα των εμπορικών επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών ούτως ώστε να ενισχυθούν τα δημόσια έσοδα.

 

Σημειώνεται ότι δεν καταργείται ο λογιστικός προσδιορισμός και το ποσό του ελάχιστου φόρου επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που προκύπτει μικρότερος φόρος με βάση τα δηλούμενα καθαρά κέρδη. Με τον τρόπο αυτό δεν επιβαρύνονται οι ειλικρινείς φορολογούμενοι (επιτηδευματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες) που δηλώνουν μεγαλύτερα ποσά και όλοι πλέον θα συνεισφέρουν στη διαχείριση των κοινών της χώρας με τη θέσπιση του ελάχιστου φόρου.»

 

H ίδια λοιπόν η αιτιολογική έκθεση  του Νόμου αναγνωρίζει ότι δεν είναι αναγκαία η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος (του ελάχιστου φόρου εισοδήματος δηλαδή) σε όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά  πρέπει να επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που προκύπτει μικρότερος φόρος με βάση τα δηλούμενα καθαρά κέρδη και με τον τρόπο αυτό δεν θα πρέπει να επιβαρύνονται οι ειλικρινείς φορολογούμενοι (επιτηδευματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες) που δηλώνουν μεγαλύτερα ποσά (!).  Παρά ταύτα όμως, και σε εμφανέστατη δυσαναλογία με το κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης του Νόμου αποφασίστηκε η επιβολή του ελάχιστου φόρου εισοδήματος (του λεγόμενου τέλους επιτηδεύματος) σε όλους σχεδόν τους ελεύθερους επαγγελματίες.

Προς υποστήριξη των ισχυρισμών μας προσκομίζουμε και επικαλούμαστε τα εξής σχετικά έγγραφα:

1). Αντίγραφο της από 29-08-2011 Αίτησής μας.

2). Την αιτιολογική έκθεση του Νόμου 3986/2011.

3). Απόσπασμα της 5ης Συνεδρίασης της 19/07/2011 του Δ.Σ. του Σωματείου “Έλληνες Φορολογούμενοι” για την κατάθεση της αίτησης ακυρώσεως.

4). Αντίγραφο του καταστατικού του Σωματείου “Έλληνες Φορολογούμενοι”.

5). Πιστοποιητικό από το Πρωτοδικείο Αθηνών για την εγγραφή του Σωματείου στα βιβλία του πρωτοδικείου με αριθμό μητρώου 28450/2011.

6). Το από 31-08-2011 εκκαθαριστικό σημείωμα του δεύτερου αιτούντος Δημητρίου Σιάτρα για την πληρωμή του Τέλους Επιτηδεύματος (300 Ευρώ).

7). Το από 31-08-2011 εκκαθαριστικό σημείωμα του τρίτου αιτούντος Παναγιώτη Κουτσοθόδωρου για την πληρωμή του Τέλους Επιτηδεύματος (300 Ευρώ).

8). Την βεβαίωση του Σωματείου “Έλληνες Φορολογούμενοι” ότι ο δεύτερος και τρίτος αιτών, Δημήτριος Σιάτρας και Παναγιώτης Κουτσοθόδωρος είναι μέλη του.

9). Την υπ΄ αριθ.  ΠΟΛ  1123/26-05-2011  για την αναστολή του 50% του φόρου σε περίπτωση ασκήσεως εμπρόθεσμης προσφυγής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο.

10). Την υπ΄ αριθ.   1/03-01-2007 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών  για την επιβολή των ανταποδοτικών τελών.

11). Την υπ΄ αριθ.  22/15-04-2008 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών για την διάθεση εσόδων των Ο.Τ.Α. που προέρχονται από ανταποδοτικά τέλη.

12). Την υπ΄ αριθ.   2/14-01-2005 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών για την επιβολή των ανταποδοτικών τελών.

13). Το υπ΄ αριθ.  45186/16-07-2008 έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών για την επιβολή δυνητικού ανταποδοτικού τέλους.

14). Την υπ΄ αριθ.  193/2005 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Γ΄ Τμήμα).

15). Την υπ΄ αριθ.  2462/1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

16). Την υπ΄ αριθ.  60/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

17). Την υπ΄ αριθ.  3184/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

18). Την υπ΄ αριθ.  3113/1980 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

19). Την υπ΄ αριθ.   649/1981 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

20). Την υπ΄ αριθ.   950/1981 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

21). Την υπ΄ αριθ.   1718/2003 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

22). Την υπ΄ αριθ.   907/1981 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

23). Την υπ΄ αριθ.  3263/1982 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

24). Την υπ΄ αριθ.  3850/1985 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

25). Την υπ΄ αριθ.  1500/1986 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

26). Την υπ΄ αριθ.  230/2002  απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

27). Την υπ΄ αριθ.  3284/2000  απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

28). Την από 4 Δεκεμβρίου 1997 απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τα ανταποδοτικά τέλη.

Επειδή η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση αποτελεί κανονιστική απόφαση που εκδόθηκε με βάση ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση, δυνάμει διάταξης τυπικού Νόμου (άρθρο 31 παρ. 5 του Ν. 3986/2011), και παραδεκτώς προσβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.

Επειδή το έννομο συμφέρον  μας είναι προφανές.

Επειδή έχουμε κοινό έννομο συμφέρον να προσβάλλουμε την Υπουργική Απόφαση.

Επειδή η  αίτησή μας είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

και με ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας.

ΖΗΤΟΥΜΕ

1. Να γίνει δεκτό το παρόν Υπόμνημά μας.

 

2. Να γίνει δεκτή η  από 29-08-2011 και με αριθμό κατάθεσης 6610/2011  αίτησή μας.

 

3. Να ακυρωθεί,  κατά το μέρος που αφορά την επιβολή του “Τέλους Επιτηδεύματος” (άρθρα 3 και 4), η υπ΄ αριθ.  ΠΟΛ  1167/02-08-2011 (ΦΕΚ 1835/Β΄/17-08-2011) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών  και κάθε άλλη συναφής προς την ανωτέρω, προγενέστερη ή μεταγενέστερη πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης.

 

4. Να καταδικαστεί το Ελληνικό Δημόσιο στο σύνολο της δικαστικής μας δαπάνης.

 

Αθήνα,   25/10/2011

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

Παναγιώτης Χασιώτης

 

Δείτε το Υπόμνημα του Ελληνικού Δημοσίου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας



Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0 σχολιάστηκε):

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο

Είσοδος Μελών
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text
Newsletter
Δώστε μας το e-mail σας για να λαμβάνετε όλα τα νέα του Συλλόγου μας