Νομοθετική πρόταση με τίτλο “ΤΕΛΟΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΝΦΙΑ”
Με αφορμή διάφορα δημοσιεύματα που επισημαίνουν τον κίνδυνο να κατασχεθεί η κατοικία φορολογούμενων που δεν μπορούν να καταβάλουν τον ΕΝΦΙΑ, ο Πρόεδρος της "Ενωσης Φορολογουμένων Ελλάδος" επιχειρεί με ένα άρθρο-πρόταση να εξισορροπήσει το ταμειακό συμφέρον με την ανάγκη να αποτραπεί το δημευτικό αποτέλεσμα που μπορεί να προκαλεσει ο ΕΝΦΙΑ οπως είναι σήμερα διαμορφωμένος.
Νομοθετική πρόταση με τίτλο “ΤΕΛΟΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΝΦΙΑ”
Του Χρήστου Κλειώση
Δικηγόρου παρ' Αρείω Πάγω
Master 2, Droit Fiscal, Universite Paris 1
Φορολογικό Δίκαιο ΚΕΚ/ΟΠΑ
Προέδρου της “Ένωσης Φορολογουμένων Ελλάδος”
Ι. Εισαγωγή
Η ανάγκη: Σήμερα δεκάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων είναι σε κατάσταση πραγματικής και ανυπαίτιας αδυναμίας καταβολής ΕΝΦΙΑ δεδομένου ότι στερούνται τόσο του εισοδήματος όσο και των χρηματικων διαθέσιμων ποσών, που επιτρέπουν την ετήσια καταβολή του φόρου αυτού. Αυτοί οι πολίτες είναι εκτεθειμένοι σε κίνδυνο αναγκαστικής εκτέλεσης και ποινικών διώξεων. Ειδική περίπτωση αποτελούν οι επιχειρήσεις του χώρου της κατασκευής, οι οποίες έχουν εγκλωβίσει το επιχειρηματικό τους κεφάλαιο σε ακίνητα προς πώληση και βλέπουν αφενός τις φορολογικές τους υποχρεώσεις να αυξάνονται και αφετέρου τις αγοραίες τιμές να κατακρημνίζονται ενώ παράλληλα δεν υφίσταται ζήτηση ικανή να απορροφήσει το εμπόρευμα τους, το νεόδμητο ακίνητο.
Η Προτεινόμενη λύση: Προτείνεται η αναστολή κάθε πράξης εκτέλεσης και ποινικής δίωξης για αυτές τις οφειλές ΕΝΦΙΑ έναντι ανταλλαγμάτων που θα εξασφαλίζουν την δημοσιονομική ισορροπία του προϋπολογισμού. Σε αυτή τη περίπτωση η “οφειλή ΕΝΦΙΑ υπό αναστολή” δεν θα εκκινεί διαδικασίες εκτέλεσης όπως κατασχέσεις ή ποινικές διώξεις ή άρνηση χορήγησης ενημερότητας. Η προτεινόμενη ρύθμιση έχει πάγιο χαρακτήρα ενώ παράλληλα συνιστάται να εισαχθούν ειδικές μεταβατικές διατάξεις για τις όφειλες ΕΝΦΙΑ αλλά και ΦΑΠ που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν.
ΙΙ. Περιεχόμενο της Αναστολής ΕΝΦΙΑ
α) Εξατομικευμένη διάγνωση φοροδοτικής ικανότητας- προσδιορισμός ποσού “τέλους αναστολής ΕΝΦΙΑ”
Το να καταβάλλονται φόροι ανάλογα με τις πραγματικές δυνάμεις του φορολογούμενου και όχι βάσει ανεδαφικών παραδοχών είναι μια συνταγματική επιταγή που η διοίκηση οφείλει να υπηρετήσει. Παράλληλα όμως ωφελείται και το ταμειακό συμφέρον από φορολογικές διατάξεις που σκοπεύουν να επιβαρύνουν τις πραγματικές οικονομικές δυνάμεις του φορολογούμενου, γιατί μόνο τότε είναι εφικτή η αυξημένη εισπραξιμότητα.
Στην περίπτωση της φορολογίας των ακινήτων έχουμε το εξής παράδοξο που δεν λαμβάνεται υπόψιν από την υφιστάμενη φορολογική νομοθεσία: Ο φορολογούμενος έχει μεν οικονομικές δυνάμεις λόγω της κατοχής εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί της ακίνητης περιουσίας, ενδέχεται όμως να στερείται της ικανότητας να καταβάλλει το ποσό του φόρου που αντιστοιχεί στην περιουσία, γιατί δεν διαθέτει τα σχετικά χρηματικά διαθέσιμα. Η φύση του φόρου είναι πάντα “χρηματική”, ενώ η φύση της φορολογήσιμης “οικονομικής δύναμης” μπορεί να έχει και άλλες μορφές όπως αυτή της κατοχής ακίνητης περιουσίας. Επομένως το αδιέξοδο που δημιουργείται έχει την εξής μορφή: Ο φορολογούμενος μπορεί να έχει την απαραίτητη οικονομική δύναμη για να φορολογηθεί αλλά δεν έχει την δυνατότητα να βρει το ποσό χρηματικών διαθεσίμων για την πληρωμή του φόρου που αντιστοιχεί.
Για την άρση αυτού του αδιεξόδου που δημιουργεί ασφυξία σε εκατοντάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες, οι οποίοι στιγματίζονται ως φοροδιαφεύγοντες επειδή αδυνατούν να βρουν τα χρηματικά διαθέσιμα που αντιστοιχούν στον ΕΝΦΙΑ προτείνουμε να “σπάσει” το ποσό του ΕΝΦΙΑ σε 2 μέρη:
α) Ένα μέρος του φόρου θα αποτελεί το τμήμα του ΕΝΦΙΑ που μπορεί να καταβληθεί εντός της τρέχουσας χρήσης βάσει των προσωπικών οικονομικών δεδομένων του φορολογούμενου χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο οι αναγκαίες για την επιβίωση του δαπάνες. Η εμπειρία που υπάρχει από τις αποφάσεις για υπερχρεωμένα νοικοκυριά θα μπορούσε να φανεί εξαιρετικά χρήσιμη, καθώς οι εξειδικευμένες γνώσεις της οικιακής οικονομίας.
β) Ένα άλλο μέρος του φόρου θα τίθεται σε καθεστώς διοικητικής αναστολής επ' αόριστον μέχρι να αποκτήσει ο φορολογούμενος την απαραίτητη ρευστότητα να καταβάλλει τον φόρο που του αντιστοιχεί.
Αρμόδια για το “σπάσιμο” αυτό μπορεί να είναι είτε κάποια διοικητική αρχή είτε καποιο δικαστήριο πολιτικό ή διοικητικό, ενώ δεν αποκλείεται να τίθενται και συγκεκριμένα κριτήρια διάγνωσης εξατομικευμένης φοροδοτικής ικανότητας από σχετικό νομοθέτημα.
β) Αναστολή διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης και ποινικών διώξεων που έχουν ήδη ξεκινήσει.
Για τις περιπτώσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει ποινικές διώξεις ή αναγκαστικές εκτελέσεις (κατασχέσεις και προγράμματα πλειστηριασμού) λόγω οφειλών ΕΝΦΙΑ ο φορολογούμενος θα ζητά την ανάκληση των πράξεων αυτών (ανάκληση της πράξης εκτέλεσης ή της αίτησης ποινικής δίωξης).
γ) Μηχανογραφική αποτύπωση της οφειλής ΕΝΦΙΑ σε αναστολή
Η εγγραφή της ταμειακής βεβαίωσης της οφειλής ΕΝΦΙΑ θα παραμένει ως έχει στο σύστημα μηχανογράφησης των βεβαιωμένων οφειλών του ΥΠΟΙΚ αλλά θα προστίθεται η ένδειξη “υπό αναστολή” (όπως π.χ. συμβαίνει στις οφειλές για τις οποίες υπάρχει δικαστική αναστολή).
δ) Τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής ΕΝΦΙΑ
Η καθυστερημένη εξόφληση του ΕΝΦΙΑ εκθέτει το φορολογούμενο σε τόκους εκπρόθεσμης καταβολής το ποσό των οποίων μπορεί να καταλήξει να είναι αρκετά υψηλό και μη εξυπηρετήσιμο. Είναι δε πιθανό αυτοί οι τόκοι να φτάσουν, με τη πάροδο του χρόνου σε τέτοιο ύψος, που οδηγούν σε δήμευση της ακίνητης περιουσίας. Προτείνεται, ως μέτρο εναρμόνισης του ταμειακού συμφέροντος και της απαγόρευσης δήμευσης της περιουσίας, να επιβάλλεται ένα εφάπαξ ποσοστό εκπρόθεσμης καταβολής που αντιστοιχεί στην εκπρόθεσμη καταβολή ανεξάρτητα από τον χρόνο στον οποίο θα καταβληθεί τελικά ο φόρος.
Παράλληλα το ποσό αυτό θα λειτουργεί ως “κόφτης” που θα αποτρέπει το δημευτικό αποτέλεσμα, αφού μόνο μέχρι αυτό το ποσό θα μπορούν να φτάσουν οι οφειλές λόγω εκπρόθεσμης καταβολής ΕΝΦΙΑ.
ε) Άρση της αναστολής του ΕΝΦΙΑ
Η άρση της αναστολής είσπραξης θα πρέπει να λαμβάνει χώρα κατ' αρχήν κατά την εκποίηση στοιχείων της ακίνητης περιουσίας. Αφ' ης στιγμής ο φορολογούμενος αποκτά την απαραίτητη ρευστότητα λόγω πώλησης, δεν υπάρχει πια λόγος να αναστέλλεται η οφειλή ΕΝΦΙΑ, τουλάχιστον μέχρι ενός ορίου.
Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πιθανόν το ποσό που προκύπτει από την εκποίηση ενός ακινήτου να μην επαρκεί για την εξόφληση του φόρου. Τότε θα πρέπει
-
αφενός ο νομοθέτης να λάβει μια πολιτική απόφαση για το αν θα εισπράττει το σύνολο του τιμήματος λόγω πώλησης ή ενός ποσοστό αυτού (δεδομένου μάλιστα ότι πωλητής μπορεί να έχει ανάγκη να καταβάλλει κάποια έξοδα σε τρίτους ώστε να πραγματοποιηθεί η πώληση)
-
και αφετέρου το σύστημα της μηχανογράφησης να ενημερώνεται ώστε να μειώνεται το ποσό του ΕΝΦΙΑ σε αναστολή.
Η αναστολή επίσης θα αίρεται σε περιπτώσεις κακόπιστης συμπεριφοράς του φορολογούμενου καθώς και κατά την αναγκαστική ρευστοποίηση ακίνητης περιουσίας από τρίτους.
στ) Μεταβίβαση λόγω γονικής παροχής και κληρονομιάς
Σε περιπτώσεις μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας λόγω γονικής παροχής ή κληρονομίας θα πρέπει να εξετάζεται εκ νέου η φοροδοτική ικανότητα του νέου ιδιοκτήτη να καταβάλλει τον φόρο καθώς και το αν θα του χορηγηθεί νέα αναστολή φόρου ή αν θα πρέπει να καταβάλλει τον φόρο ΕΝΦΙΑ που όφειλε ο δικαιοπάροχος (γονέας ή κληρονομούμενος).
ζ) Χρονική διάρκεια αποφάσεων εξατομικευμένης φοροδοτικής ικανότητας.
Δεν αποκλείεται να αναγκαστεί ένας φορολογούμενος να καταφύγει στον μηχανισμό αναστολής ΕΝΦΙΑ για περισσότερα έτη. Τότε θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να επαναληφθεί η διαδικασία με χαμηλό διοικητικό κόστος ώστε να μην επαναλαμβάνονται οι διαδικασίες εξατομικευμένης διάγνωσης φοροδοτικής ικανότητας. Για αυτό κρίνεται ότι θα πρέπει οι (διοικητικές ή δικαστικές) αποφάσεις που ορίζουν ποιο είναι το ποσό ΕΝΦΙΑ που θα ανασταλεί και ποιο είναι το ποσό που δύναται να καταβάλλει ένας φορολογούμενος χωρίς να κινδυνεύει η αξιοπρεπής διαβίωσή του η οικονομική του επιβίωση (αν είναι νομικό πρόσωπο) να έχουν διάρκεια δυο ή τριων ετών, και μόνο αν γίνεται μια ριζική μεταβολή στην οικονομική κατάσταση του φορολογούμενου να δικαιούται να επαναλάβει την (διοικητική ή δικαστική) διαδικασία διάγνωσης της φοροδοτικής του ικανότητας. Σημειώνεται ότι για την διάγνωση εξατομικευμένης φοροδοτικής ικανότητας θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η εμπειρία των επιστημόνων της οικιακής οικονομίας ως εκτιμητών κόστους διαβίωσης.
η) Επιτάχυνση διαδικασιών εύρεσης πραγματικής αξίας ακινήτου.
Το σύστημα παραγωγής αυτοματοποιημένων αξιών βάσει των δηλώσεων του περιουσιολογίου έχει σοβαρά δομικά σφάλματα που οδηγούν σε παραδοχές, σχετικά με την αξία των ακινήτων που είναι συχνά εκτός οικονομικής πραγματικότητας, διογκώνοντας την φορολογητέα αξία των ακινήτων. Για αυτό άλλωστε το ΣτΕ με απόφαση που προκλήθηκε με την βοήθεια μελών του Συλλόγου “Ενωση Φορολογουμένων Ελλάδος” (ΣτΕ 86/2015) έκρινε ότι κάθε πολίτης μπορεί να αμφισβητήσει την αξία ακινήτου που καθόρισε το Ελληνικό Δημόσιο. Σκόπιμο λοιπόν κρίνεται η συγκεκριμένη μορφή δίκης ποιυ δεν έχει να κάνει με πλημμέλειες κατά την φορολογική διαδικασία ή με θέματα αντισυνταγματικότητας να ανατεθεί σε ειδικές συνθέσεις διοικητικών ή πολιτικών δικαστών οι οποίοι θα κρίνουν σε σύντομο χρόνο ποια είναι η πραγματική αξία ενός ακινήτου. Στην μεν διοικητική δικαιοδοσία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η λεγόμενη προεδρική διαδικασία ενώ στην πολιτική διαδικασία, (η οποία επίσης θα μπορούσε να αναλάβει μια τέτοια εξειδικευμένη αρμοδιότητα εκδίκασης) θα μπορούσε να ακολουθηθεί η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
ΙΙ. Τα δημοσιονομικά ανταλλάγματα της αναστολής ΕΝΦΙΑ
α) Πρώτο δημοσιονομικό αντάλλαγμα αναστολής ΕΝΦΙΑ: Η καταβολή τέλους αναστολής ΕΝΦΙΑ
1. Στόχος της ρύθμισης: Στόχος της ρύθμισης είναι η καταβολή τμήματος της οφειλής ΕΝΦΙΑ ανάλογα με φοροδοτική ικανότητα το οποίο προσδιορίζεται για τα φυσικά πρόσωπα από ειρηνοδικείο κατά τη διαδικασία υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Το ποσό αυτό θα ονομάζεται “Τέλος Αναστολής ΕΝΦΙΑ” αλλά στην ουσία είναι μια προκαταβολή του ΕΝΦΙΑ. Κατάλληλα για να χρησιμοποιηθούν από τον νομοθέτη ως κριτήρια εξατομικευμένης διάγνωσης φοροδοτικής ικανότητας είναι τα εξής κριτήρια:
Α. Για φυσικά πρόσωπα
-
τα κριτήρια τα οποία λαμβάνουν ήδη υπόψιν τα ειρηνοδικεία για τον προσδιορισμό του ελαχίστου ορίου διαβίωσης και είναι ήδη εξοικειωμένα κατά τον προσδιορισμό της μηνιαίας καταβολής σε τραπεζικά ιδρύματα
-
τα κριτήρια που θέτει η επιστήμη της οικιακής οικονομίας κατά την κοστολόγηση του ελαχίστου ορίου διαβίωσης.
-
Τα όρια ελάχιστης διαβίωσης που τίθενται στα πλαίσια του Κώδικα Δεοντολογίας για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών οφειλών που εκδόθηκε, κατ΄εξουσιοδότηση του Ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Α΄288), από την Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Συν. 116/1/2014)
Β. Για νομικά πρόσωπα
-
Οικονομικά μεγέθη που προκύπτουν από χρηματοοικονομικές καταστάσεις όπως ο κύκλος εργασιών (τζίρος), τα χρηματικά διαθέσιμα, αξιώσεις έναντι τρίτων κλπ τα οποία τεκμηριώνουν την αδυναμία της επιχείρησης, συνήθως κατασκευαστικής, να καταβάλλει το ποσό του φόρου δεδομένης της υφιστάμενης κατάστασης στην αγορά ακινήτων όπου ο αριθμός των αναμενόμενων πωλήσεων (από τις οποίες αναμένεται η εύρεση ρευστότητας για την πληρωμή φόρων) έχει σε μεγάλο βαθμό εκμηδενιστεί.
2. Διαδικασία διάγνωσης φοροδοτικής ικανότητας: Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης πρέπει να διαμορφώσει μια διαδικασία εξατομικευμένης διάγνωσης της φοροδοτικής ικανότητας, διοικητικής ή δικαστικής, με σκοπό την εναρμόνιση δυο συγκρουόμενων στόχων του κράτους: τον στόχο επίτευξης δημοσιονομικών αποτελεσμάτων (εισπρακτικός στόχος) και τον στόχο προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (διασφάλιση ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης). Στη περίπτωση νομικών προσώπων ο σκοπός της διασφάλισης ελαχίστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης αντικαθίσταται από ένα συναφή στόχο: την αποφυγή αναγκαστικής εκποίησης (πλειστηριασμού) της ακίνητης περιουσίας των εταιριών (κυρίως των κατασκευαστικών όπου η κατοχή ακινήτου δεν παράγυη εισόδημα) που βρίσκονται σε ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΑ ΑΝΥΠΑΙΤΙΑ αδυναμία καταβολής φόρου.
3. Αντικείμενο ελέγχου φοροδοτικής ικανότητας: Κατά τη διάγνωση φοροδοτικής ικανότητα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν το εισόδημα και περιουσιακά στοιχεία χρηματικής φύσης όπως οι τυχόν καταθέσεις, ομόλογα μετοχές κλπ. Που μπορούν άμεσα να χρησιμοποιηθούν ή να εκποιηθούν για την εξόφληση υποχρεώσεων από τον ΕΝΦΙΑ.
β) Δεύτερο δημοσιονομικό αντάλλαγμα αναστολής ΕΝΦΙΑ: Η εγγραφή ειδικής υποθήκης
Με δεδομένη την παραδοχή ότι ο οφειλέτης του δημοσίου που πρέπει να προστατευθεί και ο οποίος βρίσκεται σε αδυναμία καταβολής είναι καλόπιστος και η αδυναμία πληρωμής του φόρου οφείλεται μόνο στην έλλειψη χρηματικών διαθεσίμων, δεν διαφαίνεται να υπάρχει κάποιος λόγος να μην παραχωρήσει εμπράγματη εξασφάλιση επί της ακίνητης περιουσίας του για την εξασφάλισης της εξόφλησης του φόρου. Σημειώνεται δε ότι η παραχώρηση υποθήκης αποτελεί το μέτρο διασφάλισης της οφειλής με την μέγιστη δυνατή εξασφάλισης των συμφερόντων του δημοσίου.
Εδώ φυσικά τίθενται κάποια βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν από τον νομοθέτη:
i. Επί ποιων ακινήτων πρέπει να εγγραφεί υποθήκη;
Ο νομοθέτης μπορεί να επιλέξει να εγγράφεται :
-
είτε στο σύνολο της ακίνητης περιουσίας
-
είτε σε συγκεκριμένα ακίνητα που αρκούν για να εξασφαλιστεί η οφειλή. Σε αυτή τη περίπτωση η επιλογή μπορεί να ανήκει είτε στο δημόσιο είτε στον οφειλέτη.
ii. Για ποιο ποσό θα εγγράφεται η υποθήκη
Το ποσό για το οποίο θα εγγράφεται υποθήκη είναι κατ' αρχήν το ποσό του ΕΝΦΙΑ σε αναστολή πλέον της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής. Είναι όμως θέμα του νομοθέτη να κρίνει αν θέλει αυτό το ποσό (ΕΝΦΙΑ σε αναστολή και προσαύξηση):
α) θα αναφέρεται ως ποσό εξασφάλισης σε κάθε υποθήκη
β) το ποσό εξασφάλισης θα επιμερίζεται σε όλα τα ακίνητα ώστε αθροιζόμενα αυτά τα ποσά να ισούνται με τον ΕΝΦΙΑ σε αναστολή πλέον της προσαύξησης.
iii. Σε ποια υποθηκική τάξη πρέπει να εγγραφεί η υποθήκη
Όταν η ειδική υποθήκη εγγράφεται επί ακινήτου χωρίς άλλες υποθήκες ή προσημειώσεις τα πράγματα είναι απλά. Δυσκολίες υπάρχουν όταν το φορολογούμενο ακίνητο είναι ήδη προσημειωμένο από τράπεζα.
Αυτό το θέμα θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαβούλευσης και με τις τράπεζες ειδικά αν θεωρηθεί ότι η υποθήκη ΕΝΦΙΑ θα υπερισχύει και των υποθηκών των πιστωτικών ιδρυμάτων
iv. Ενημέρωση ποσού “εξασφαλιζόμενης απαίτησης”
Επειδή, λόγω παρατεταμένης κρίσης δεν αποκλείεται ένας φορολογούμενος να χρησιμοποιήσει τον θεσμό της αναστολής ΕΝΦΙΑ για περισσότερα έτη, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να ενημερώνεται το ποσό της εξασφαλισμένης απαίτησης κάθε χρόνο ώστε να προστίθενται και τα νέα ποσά ΕΝΦΙΑ σε αναστολή (πλέον των εφάπαξ προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής).
Σχόλια (0 σχολιάστηκε):
Σχολιάστε το άρθρο