Τελευταία στην Ε.Ε. η ελληνική εκπαίδευση
Τελευταία στην Ευρώπη των 28 είναι η Ελλάδα στην εκπαίδευση, σύμφωνα με την κατάταξη του εκδοτικού οίκου Pearson, η οποία συντάχθηκε με βάση στοιχεία που συνέλεξε η ερευνητική ομάδα του περιοδικού The Economist. Την πρώτη θέση κατέλαβε η Νότια Κορέα, ενώ η πρώτη πεντάδα αποτελείται από τρεις ακόμη ασιατικές χώρες - την Ιαπωνία, τη Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ. Η Φινλανδία κατέλαβε την πέμπτη θέση. Σε υψηλή θέση βρίσκεται, επίσης, και η Μεγάλη Βρετανία, η οποία έρχεται δεύτερη στην Ευρώπη και έκτη στη γενική κατάταξη. Οι επιδόσεις της Ελλάδας ήταν χαμηλές, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε παρόμοιο επίπεδο με χώρες όπως η Ινδονησία, το Μεξικό και η Βραζιλία.
Για τον υπολογισμό του εκπαιδευτικού επιπέδου χρησιμοποιήθηκαν οι επιδόσεις των φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το ποσοστό των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δύο αμερικανικές εκπαιδευτικές μελέτες καθώς και τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, όπως αυτά προκύπτουν από τους διαγωνισμούς της Pisa. Ο υψηλός αριθμός αποφοίτων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση που διαθέτει η Βρετανία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την υψηλή επίδοση της χώρας. Χαμηλότερα στην κατάταξη βρίσκονται η Γερμανία, που κατέλαβε τη δωδέκατη θέση, οι ΗΠΑ, που τοποθετήθηκε στη δέκατη πέμπτη θέση, ενώ η Γαλλία δεν κατόρθωσε να βρεθεί στους πρώτους είκοσι. Η Πολωνία έχει σημειώσει την πιο εντυπωσιακή άνοδο απ’ όλες τις χώρες, αφού βρέθηκε μέσα στην πρώτη δεκάδα και επικροτήθηκε για τις επιτυχείς μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε στην εκπαίδευση μετά το τέλος του κομμουνισμού.
Η αναφορά του οίκου Pearson τονίζει τη μεγάλη επιτυχία που γνωρίζουν τα ασιατικά εκπαιδευτικά συστήματα σε αντιπαραβολή με την πτωτική πορεία των σκανδιναβικών συστημάτων, αφού μόλις πέρυσι η Φινλανδία βρισκόταν στην πρώτη θέση της κατάταξης. Οπως αναφέρεται στο σχετικό κείμενο, οι καλύτερες επιδόσεις των ασιατικών χωρών αντανακλούν μία εκπαιδευτική κουλτούρα όπου οι καθηγητές και τα σχολεία αποτελούν αντικείμενο σεβασμού, με εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς να θεωρούνται συνυπεύθυνοι για την οργάνωση της εκπαίδευσης. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, εκφράζονται αμφιβολίες για τη μακροχρόνια αξία των γνώσεων που λαμβάνουν οι νεαροί Ασιάτες, οι οποίοι καλούνται να αποστηθίσουν εκατοντάδες σελίδες. Επίσης, ο οίκος παραδέχεται ότι ικανότητες όπως η δημιουργικότητα και η επίλυση προβλημάτων δύσκολα μπορούν να μετρηθούν, ώστε να συνυπολογισθούν.
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του οίκου Pearson, Τζον Φάλον, υπάρχει στενός δεσμός ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την εκπαίδευση. Για τον ίδιο, οι υπόλοιπες χώρες πρέπει να εμπνευσθούν από το παράδειγμα των ασιατικών εκπαιδευτικών συστημάτων, αφού στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όλοι μπορούμε να μάθουμε ο ένας από τον άλλο, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε προκλήσεις και οικονομικούς περιορισμούς. Αν και περισσότερα από πέντε τρισεκατομμύρια δολάρια διατίθενται ετησίως σε όλο τον κόσμο για την εκπαίδευση, ο κ. Φάλον υπογραμμίζει ότι πρέπει να εστιάσουμε στις πρακτικές που αποδίδουν. Η τεχνολογία θεωρείται κεντρικό εργαλείο για τον διαμοιρασμό ιδεών και την ενίσχυση του ρόλου του καθηγητή, ο οποίος δεν απειλείται από την αυξανόμενη χρήση των τεχνολογικών μέσων.
Ο οίκος Pearson διαθέτει μία «τράπεζα πληροφοριών» για την εκπαίδευση σε πενήντα χώρες και ο Τζ. Φάλον υποστηρίζει ότι η εκπαιδευτική κοινότητα βρίσκεται μόνο στην αρχή της αξιοποίησης των μαθημάτων που προσφέρουν τα διεθνή στατιστικά δεδομένα. «Αυτή τη στιγμή πραγματοποιούνται τεράστιες μεταρρυθμίσεις στα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλου του κόσμου και η πιο μεγάλη πρόκληση δεν είναι να βρεθούν καλοί καθηγητές ή σχολεία με υψηλές επιδόσεις - είναι το πώς θα μοιραστούμε την επιτυχία και θα την επαναλάβουμε», λέει ο κ. Φάλον. «Εκεί που τα αποτελέσματα στους διαγωνισμούς της Pisa είναι υψηλά, η δουλειά μας είναι να εντοπίσουμε τον τρόπο να τα αναπαράγουμε σε άλλες χώρες», προσθέτει.
Ο γενικός διευθυντής του Pearson διαβεβαιώνει ότι η παγκοσμιοποίηση έχει όρια και ότι τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα πάντοτε θα διατηρούν την ισχυρή τους ταυτότητα, η οποία θα καθορίζεται από την τοπική κουλτούρα, την κοινωνία και τη γλώσσα. «Η άνοδος των ασιατικών χωρών, οι οποίες συνδυάζουν ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα με μία κουλτούρα που ενθαρρύνει και επιβραβεύει την προσπάθεια περισσότερο από την ευφυΐα, είναι ένα φαινόμενο που οι υπόλοιπες χώρες δεν μπορούν να αγνοούν πλέον», σχολιάζει ο Μάικλ Μπάρμπερ, σύμβουλος του οίκου.
Αρβανιτόπουλος: Γυρίζουμε σελίδα
Νέα σελίδα άρχισε να γυρίζει η ελληνική εκπαίδευση από το 2012. Αυτό υποστήριξε χθες ο υπουργός Παιδείας Κων. Αρβανιτόπουλος, ο οποίος έσπευσε να αποποιηθεί τις ευθύνες του για την κακή εικόνα της ελληνικής εκπαίδευσης, παρουσιάζοντας «τις μικρές και μεγάλες τομές, αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που επιδιώξαμε τα δύο τελευταία χρόνια, από τον Ιούλιο του 2012». Ετσι, σε μία 629 λέξεων ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου περιλαμβάνονται συνολικά 12 δράσεις (μεταξύ αυτών κάποιες που είχαν δρομολογηθεί από προηγούμενες ηγεσίες του υπουργείου) καθώς και η μείωση των λειτουργικών δαπανών κατά 35%. «Η συγκεκριμένη έρευνα επιβεβαιώνει τη διαπίστωση της πολιτικής ηγεσίας του υπ. Παιδείας -από την πρώτη μέρα της ανάληψης των καθηκόντων της- πως το εκπαιδευτικό μας σύστημα, εδώ και πολλά χρόνια, ήταν χωρίς στρατηγική, αντιπαιδαγωγικό και αντιαναπτυξιακό και αυτό ήταν μία από τις βασικότερες δομικές αιτίες της κρίσης που βιώνουμε σήμερα», λέει η ανακοίνωση.
Πηγή: kathimerini.gr
10
Σχόλια (0 σχολιάστηκε):
Σχολιάστε το άρθρο