Άποψη: Το στοίχημα της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ενοποίησης
MARTIN HELLWIG*
Ευρωπαϊκή Ενωση, όχι στο σύνολό της, φυσικά, αλλά η Ζώνη του Ευρώ, βαδίζει αναμφίβολα προς την τραπεζική ενοποίηση. Εντός των επόμενων μηνών, οι ευρωπαϊκές και εθνικές εποπτικές αρχές θα πραγματοποιήσουν άλλη μία, ελπίζω πολύ εμπεριστατωμένη, διαγνωστική μελέτη της υγείας των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών και στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα αναλάβει τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό των τραπεζών. Η νομοθεσία για ένα μηχανισμό εκκαθάρισης και αναδιάρθρωσης, δηλαδή ένα μηχανισμό που να αντιμετωπίζει τα προβλήματα για προβληματικές τράπεζες, έχει επίσης τεθεί σε εφαρμογή. Πρόκειται, όμως, να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι πιο πάνω θεσμικές και νομικές παρεμβάσεις;
Στην προσπάθεια να δώσουμε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα, είναι χρήσιμο να αναλογιστούμε το πρόσφατο παρελθόν. Η επονομαζόμενη «κρίση του ευρώ» αποδείχτηκε δύσκολο να αντιμετωπιστεί επειδή οι ευρωπαϊκές τράπεζες ήταν πολύ αδύναμες. Οταν εμφανίστηκε η κρίση, οι τράπεζες παρουσίαζαν χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια και μειωμένη ικανότητα απορρόφησης ζημιών. Η αρχική ζημιά που προήλθε από την κρίση στις ΗΠΑ το 2007-2009 ήταν σχετικά μικρή σε μέγεθος και μπορεί να περιορίστηκε αλλά δεν εξαλείφθηκε. Οταν εμφανίστηκε το επόμενο «κύμα» προβλημάτων την περίοδο 2010-2012, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ήταν ήδη ιδιαίτερα ευάλωτα και δεν ήταν σε θέση να απορροφήσουν τη ζημιά που θα προέκυπτε από ένα «κούρεμα» της αξίας κρατικών ομολόγων και προβληματικών στεγαστικών δανείων. Στα κράτη όπου αναπτύχθηκε «φούσκα» στην αγορά ακινήτων, τα προβλήματα των τραπεζών επηρέασαν την υγεία των δημόσιων οικονομικών. Στα κράτη με προβλήματα δημόσιου χρέους, η εξάρτηση του κράτους από τις εντός της επικράτειας τράπεζες έθεσε τις τράπεζες αυτές σε κίνδυνο.
Οι τραπεζίτες, οι ρυθμιστικές αρχές και οι πολιτικοί φάνηκαν απρόθυμοι να ενισχύσουν την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Υπήρξε, επίσης, απροθυμία να αναγνωριστούν οι ζημιές, να αποκαλυφθούν περιπτώσεις μη βιώσιμων τραπεζών και να καταλογιστούν ευθύνες για τις ζημιές που προέκυψαν.
Η απροθυμία αυτή οφείλεται, έως ένα βαθμό, στον φόβο ότι τα προβλήματα πιθανόν να ήταν πολύ μεγάλα ώστε να είναι τελικά δυνατή η αντιμετώπισή τους. Πιθανό είναι επίσης η διάσωση των τραπεζών να δοκιμάζει τα όρια των δυνατοτήτων των κυβερνήσεων. Παράλληλα, ο επιμερισμός βάρους στους πιστωτές εμπεριέχει και σημαντικό πολιτικό κόστος, αφού είναι πιθανό να βλάψει ομάδες ψηφοφόρων με σημαντική πολιτική ισχύ. Η κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών μπορεί να είναι ανέφικτη στην περίπτωση των δημοσίων τραπεζών, όπως η German Landesbanken, οι οποίες δεν έχουν πρόσβαση στις αγορές. Αν οι ιδιοκτήτες αυτών των τραπεζών αδυνατούν να τις ενισχύσουν οικονομικά, πιθανόν να επιλέξουν να κρύψουν το πρόβλημα «κάτω από το χαλί», αντί να ενισχύσουν την καθαρή τους θέση με ξένα κεφάλαια, δίνοντας τον έλεγχο της τράπεζας σε νέους επενδυτές.
Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, η ΕΚΤ αποτέλεσε το μοναδικό θεσμικό όργανο που μπόρεσε να δράσει αποτελεσματικά. Οταν το φθινόπωρο του 2011 πολλοί επενδυτές απέσυραν τα χρήματά τους από τις ευρωπαϊκές τράπεζες, η ΕΚΤ παρενέβη μέσω του προγράμματος LTRO (Long Term Refinancing Option-Επιλογή Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης), όπου με την παροχή ενός τρισ. προς τις τράπεζες, συνέβαλε στη σταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού και νομισματικού συστήματος. Tο φθινόπωρο του 2012 και μόνο η απλή ανακοίνωση της πρόθεσης της ΕΚΤ να συμμετάσχει στο πρόγραμμα OMT (Outright Monetary Transactions, σύμφωνα με το οποίο η ΕΚΤ προβαίνει σε αγορές, υπό προϋποθέσεις, στη δευτερογενή αγορά, κρατικών ομολόγων), ήταν αρκετή για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και των τραπεζών στις χώρες της περιφέρειας. Ομως το πρόγραμμα LTRO ωφέλησε και τις τράπεζες με αρνητική καθαρή θέση ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι τις υγιείς. Αν οι πρώτες δανείζονται από την ΕΚΤ με επιτόκιο 1% και στη συνέχεια δανείζουν τις κυβερνήσεις τους με 4% ή 5%, έχουν κέρδος που μπορεί να τους δώσει τη δυνατότητα να αποφύγουν τη χρεοκοπία.
Τα προγράμματα LTRO και OMT έμαθαν επίσης στους πολιτικούς ότι οι αδύναμες τράπεζες τους δίνουν τη δυνατότητα έμμεσης πρόσβασης σε νέο χρήμα. Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι πιο αδύναμες ευρωπαϊκές τράπεζες δεν παρέχουν αρκετή χρηματοδότηση προς την πραγματική οικονομία, αλλά χρησιμοποιούν τα κεφάλαια που παίρνουν από την ΕΚΤ, προκειμένου να δανείζουν τις κυβερνήσεις τους ή να κερδοσκοπούν στις αγορές κινητών αξιών. Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω εμπειρίες, οι πολιτικές κινήτρων για την εκκαθάριση τραπεζών είναι περιορισμένες σε σχέση με το παρελθόν.
Η τραπεζική ενοποίηση είναι ένα στοίχημα. Από την πλευρά της ΕΚΤ, η κίνηση προς την τραπεζική ένωση είναι μια προσπάθεια για να βγει από τη δύσκολη θέση. Αν οι εθνικές κυβερνήσεις, οι εθνικές εποπτικές αρχές και οι ίδιες οι τράπεζες είναι απρόθυμες να εξυγιάνουν το τραπεζικό σύστημα, η ΕΚΤ, λόγω της ευθύνης της για την εξασφάλιση νομισματικής σταθερότητας, δεν έχει σχεδόν καμία άλλη εναλλακτική λύση εκτός από τη συνέχιση μιας πολιτικής επιδότησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω της έκδοσης χρήματος. Για να βγει από αυτή τη δυσχερή θέση, η ΕΚΤ πρέπει να στοχεύσει στην εξυγίανση του συστήματος. Η επικείμενη αξιολόγηση των τραπεζών μέσω του ελέγχου της ποιότητας του ενεργητικού τους και της διεξαγωγής stress tests και ο ηγετικός ρόλος της ΕΚΤ στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό πιθανόν να της επιτρέψει να επιτύχει το στόχο αυτό.
Από την άλλη πλευρά, οι εθνικές κυβερνήσεις, οι εθνικές εποπτικές αρχές και οι τράπεζες μπορούν να δουν την τραπεζική ένωση ως ένα μέσο για να σύρουν την ΕΚΤ ακόμη περισσότερο προς την κατεύθυνση της παροχής στήριξης για την επίτευξη σταθερότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, πιθανώς χωρίς να επέλθει καμία ουσιαστική αλλαγή στη σημερινή κατάσταση. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι σε ποια πλευρά του στοιχήματος θα καταλήξουμε.
Πόσο ενδελεχής θα είναι ο έλεγχος της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών; Ο ενιαίος μηχανισμός επίλυσης που έχει πρόσφατα ψηφιστεί είναι περίπλοκος, υποχρηματοδοτείται και δεν εμπνέει μεγάλη εμπιστοσύνη. Μήπως θα ήταν λοιπόν καλύτερα να αφήσουμε τα προβλήματα να παραμένουν «κάτω από το χαλί», αντί να προσπαθήσουμε να τα λύσουμε με αυτόν τον τρόπο;
Επτά χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης λόγω της κατάρρευσης της αγοράς στεγαστικών δανείων χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης στις ΗΠΑ, και τέσσερα χρόνια μετά την «κρίση του ευρώ», η Ευρώπη φαίνεται να ακολουθεί την ιαπωνική στρατηγική της δεκαετίας του 1990, η οποία συνίσταται στη μη αναγνώριση των απωλειών, τη διατήρηση σε λειτουργία τραπεζών χωρίς ουσιαστική προοπτική, με την ελπίδα και μόνο για ένα καλύτερο μέλλον. Ομως, στην Ιαπωνία, η στρατηγική αυτή ήταν από τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν στην ασθενή ανάπτυξη των τελευταίων είκοσι ετών. Αν πραγματικά θέλουμε να επιβιώσει το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οφείλουμε να κάνουμε κάτι καλύτερο. Αυτό είναι το ουσιαστικό ζήτημα κάτω από το στοίχημα της τραπεζικής ένωσης.
*O κ. Martin Hellwig είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Max Planck για τα Δημόσια Αγαθά και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Θα μιλήσει την Τρίτη 6 Μαΐου σε εκδήλωση που διοργανώνουν το Μegaron Plus και το ΙΟΒΕ στον κύκλο διαλέξεων «Ευρώπη, οικονομία και ανάπτυξη» που υποστηρίζει το υπουργείο Εξωτερικών, στο πλαίσιο της ελληνικής προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε.
Πηγή: kathimerini.gr
10
Σχόλια (0 σχολιάστηκε):
Σχολιάστε το άρθρο