Ο Μπίνι Σμάγκι στην «Κ»: Η Γερμανία, όντως εξέταζε την έξοδο της Ελλάδας...
Συνέντευξη στον Γιαννη Παλαιολογο
Πρώην μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από το 2005 έως τα τέλη του 2011, ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι βίωσε από πρώτο χέρι το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης και την επιδείνωσή της στον βαθμό που έθεσε σε κίνδυνο την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Ο Μπίνι Σμάγκι μίλησε στην «Κ» για την ευρωπαϊκή κρίση και τις προοπτικές του ευρώ, ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται στο νέο του βιβλίο, «Morire di Austerita» («Πεθαίνοντας από τη λιτότητα»).
– Ηταν διατεθειμένη η Γερμανία, πέρα από το να στηρίξει τυχόν απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για έξοδο από το ευρώ, να την πιέσει προς την έξοδο; Ηταν διατεθειμένη η ΕΚΤ να πιέσει προς την έξοδο, αποσύροντας τη στήριξή της από τις ελληνικές τράπεζες;
– Η ΕΚΤ ποτέ δεν εξέτασε κάτι τέτοιο. Παρείχε σταθερά ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες και θα συνέχιζε να το κάνει έως ότου αποφάσιζαν διαφορετικά οι πολιτικές αρχές. Η γερμανική κυβέρνηση όντως εξέταζε την πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας, ιδιαίτερα μετά την προκήρυξη δημοψηφίσματος από τον Ελληνα πρωθυπουργό και εξαιτίας της συνεχούς απόπειρας επαναδιαπραγμάτευσης των όρων του δανεισμού από την Ελλάδα.
– Γιατί εγκατέλειψε το Βερολίνο αυτή την ιδέα; Επειδή συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε ελεγχόμενος τρόπος να γίνει;
– Συνειδητοποίησαν ότι κάτι τέτοιο θα επιδρούσε ιδιαίτερα αρνητικά σε πολιτικό επίπεδο για τη Γερμανία και τον ρόλο της στην Ευρώπη - ότι, δικαίως ή αδίκως, θα εθεωρείτο εκείνη υπεύθυνη για την έξωση της Ελλάδας.
– Αρα, θεωρείτε ότι οι ενδεχόμενες πολιτικές επιπτώσεις έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο από την οικονομική πτυχή;
– Εν μέρει, ναι. Η στάση της Γερμανίας άλλαξε μετά τις δεύτερες εκλογές στην Ελλάδα, όταν οι Ελληνες επέλεξαν να παραμείνουν στην Ευρωζώνη και να κάνουν αυτά που έπρεπε για να διασφαλίσουν την επιλογή αυτή.
Περί απειλών
– Στις διπλές εκλογές του 2012 στην Ελλάδα, κάποια κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, διεύρυναν την επιρροή τους υποσχόμενα μία πιο σκληρή γραμμή απέναντι στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανόμενης και της απειλής εξόδου από το ευρώ αν δεν χαλάρωναν οι όροι των μνημονίων. Πώς κρίνονταν τέτοιου είδους απειλές στα ενδότερα της ΕΚΤ;
– Οι απειλές δεν είναι ποτέ καλή στρατηγική στην Ευρώπη, καθώς υπονομεύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των εταίρων. Είναι ιδιαίτερα κακή στρατηγική όταν οι απειλές δεν είναι αξιόπιστες: οι Ελληνες θα υπέφεραν βαρύτατα από μία έξοδο, ειδικά οι πιο φτωχοί, των οποίων οι αποταμιεύσεις θα εξανεμίζονταν από τον υπερπληθωρισμό που θα συνόδευε το νέο νόμισμα. Επιπλέον, οι όροι του ελληνικού προγράμματος έχουν αναθεωρηθεί επανειλημμένως. Αν ερχόταν μία κυβέρνηση και ζητούσε νέα αναθεώρηση υπό την απειλή μονομερών ενεργειών, αυτό σίγουρα θα ανάγκαζε τους εταίρους να θέσουν κόκκινες γραμμές. Αλλιώς, οι απαιτήσεις επαναδιαπραγμάτευσης δεν θα τέλειωναν ποτέ.
– Στο βιβλίο σας επαναλαμβάνετε το συχνά διατυπωμένο παράπονο για την απουσία πολιτικής συναίνεσης στην Ελλάδα. Δεδομένης της πρόσφατης αυτοκριτικής του ΔΝΤ για τις υπερβολικά αισιόδοξες παραδοχές του αρχικού προγράμματος, δεν είχε δίκιο η αντιπολίτευση να αντιδρά;
– Κατ’ αρχάς, μεγάλο μέρος του προγράμματος δεν εφαρμόστηκε - ειδικά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον, η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν πιο επώδυνη απ’ ό,τι χρειαζόταν γιατί η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να καταπολεμήσει επιτυχώς τη φοροδιαφυγή μέσω της καταγραφής των περιουσιακών στοιχείων και της ακίνητης περιουσίας των πολιτών.
– Εφταιγε όμως μόνο η ελλιπής εφαρμογή ή ήταν προβληματικός και ο σχεδιασμός του προγράμματος;
– Αν υπήρξε κάποιο λάθος στον σχεδιασμό, αφορούσε την υποτίμηση του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι ο σχεδιασμός είναι κι αυτός προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ της κυβέρνησης και των επίσημων δανειστών. Η κυβέρνηση της Ελλάδας ήταν αυτή που αποφάσιζε ποιους φόρους να αυξήσει και ποιες δαπάνες να μειώσει. Αυτό που είχε σημασία για την Ευρώπη και το ΔΝΤ ήταν το τελικό αποτέλεσμα σε σχέση με τη μείωση του ελλείμματος. Το ερώτημα σχετικά με το πρόγραμμα πρέπει να είναι: ποια ήταν η εναλλακτική λύση; Το ΔΝΤ σημειώνει ότι η επιλογή της παροχής περισσότερου χρόνου για την προσαρμογή δεν ήταν εφικτό, καθώς θα απαιτούσε μεγαλύτερο δανεισμό από τον επίσημο τομέα και τα χρήματα αυτά δεν ήταν διαθέσιμα.
– Ηταν σωστό να εμπλακεί το ΔΝΤ στην ευρωπαϊκή κρίση; Πρέπει να έχει ρόλο και σε μελλοντικές διασώσεις;
– Πάντα θεωρούσα προβληματική την εμπλοκή του ΔΝΤ στην ευρωπαϊκή κρίση. Ωστόσο, για να διαχειριστεί η Ευρωζώνη μόνη της τα προβλήματά της θα έπρεπε να υπάρχει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, που δεν υπήρχε το 2010. Αυτό το θεσμικό πλαίσιο πρέπει να περιλαμβάνει έναν αυστηρό «αστυνόμο», που σχεδιάζει τις απαραίτητες πολιτικές και φροντίζει για την εφαρμογή τους. Κανείς στο Eurogroup δεν ήθελε να παίξει αυτό τον ρόλο, και η Κομισιόν είχε χάσει την αξιοπιστία της. Δεν υπήρχε ο βαθμός πολιτικής ενοποίησης που θα επέτρεπε στην Ευρώπη να είναι επαρκώς αυστηρή με την Ελλάδα.
– Αρα ήταν αναπόφευκτη η εμπλοκή του ΔΝΤ...
– Ουσιαστικά ναι. Μόνο αν υπάρξει βαθύτερη πολιτική ενοποίηση θα μπορέσει η Ευρώπη να διαχειριστεί τυχόν μελλοντικές κρίσεις χωρίς εξωτερική αρωγή.
– Γιατί γράφετε ότι ήταν ατυχές ότι η ευρωπαϊκή κρίση ξεκίνησε από την Ελλάδα;
– Το θέμα της παραποίησης των στατιστικών στοιχείων έκανε μεγάλη ζημιά. Αν ξοδεύεις δημόσιους πόρους για να κερδίσεις τις εκλογές και μετά πληρώνει η Ευρώπη τα σπασμένα, αυτό δημιουργεί μεγάλα ζητήματα εμπιστοσύνης με τους εταίρους. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτό. Και η Ελλάδα, φυσικά, μπόρεσε να το κάνει αυτό εξαιτίας της αποτυχίας της Eurostat λίγα χρόνια νωρίτερα να αποκτήσει μεγαλύτερη δυνατότητα παρέμβασης στα εθνικά στατιστικά στοιχεία, κυρίως λόγω της αντίθεσης της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Ετσι, καμία χώρα δεν θέλει να παραχωρεί εθνικές εξουσίες. Κανείς ωστόσο δεν περίμενε ότι η χειραγώγηση θα έφτανε σε τέτοιο βαθμό. Αν δεν απατώμαι, με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας ποτέ δεν έπεσε κάτω από το 3% του ΑΕΠ από το 1998 και μετά.
– Θέτετε στο βιβλίο σας το ζήτημα αν έπρεπε να αναβληθεί η υιοθέτηση του ευρώ...
– Είναι ένα ερώτημα. Η δική μου απάντηση είναι ότι αν αναβαλλόταν, υπήρχε ο κίνδυνος να αναβληθεί για πάντα, καθώς ποτέ δεν θα υπήρχαν οι ιδανικές συνθήκες για την έναρξη του εγχειρήματος. Το πρόβλημα ήταν ότι η επιτυχής υιοθέτησή του στην αρχή μείωσε την πίεση για μεταρρυθμίσεις σε χώρες που ακόμα χρειάζονταν να κάνουν μείζονες προσαρμογές.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
8
Σχόλια (0 σχολιάστηκε):
Σχολιάστε το άρθρο