Τέσσερις άξονες για την έξοδο από την κρίση

Αρχική | Απόψεις | Τέσσερις άξονες για την έξοδο από την κρίση

Του Γιαννη Παλαιολογου*

Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημαντική βελτίωση σε πολλά μακροοικονομικά μεγέθη σε σχέση με το παρελθόν: σημαντική επιβράδυνση της ύφεσης, αν και βρίσκεται στον έκτο χρόνο ύφεσης (4,2% μείωση του ΑΕΠ το 2013 κατά τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, 5% μείωση κατά το ΙΟΒΕ, έναντι 6% μείωση του ΑΕΠ το 2012). Ο ΟΟΣΑ, αντίθετα, προβλέπει ότι η ύφεση θα συνεχισθεί και το 2014 (-1,2% μείωση του ΑΕΠ), με θετικό ρυθμό ανάπτυξης το 2014 (0,6% του ΑΕΠ), που θα έχει συνέχεια και τα επόμενα χρόνια (2,9% του ΑΕΠ και 3,7% του ΑΕΠ το 2015 και το 2016 αντίστοιχα).

Το πρωτογενές έλλειμμα το 2013 θα είναι 0% του ΑΕΠ κατά το ΔΝΤ, έναντι 1% του ΑΕΠ (περίπου 2 δισ. ευρώ) το 2012, ενώ του χρόνου προβλέπεται για πρώτη φορά μετά τα πρωτογενή πλεονάσματα της δεκαετίας 1990-2000 πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ (έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε το μέγεθος του πρωτογενούς ελλείμματος το 2009, που ήταν 24 δισ. ευρώ). Το δημοσιονομικό έλλειμμα από 6% του ΑΕΠ το 2012 εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 4,6% του ΑΕΠ το 2013 (χωρίς, βέβαια, να λαμβάνονται υπόψη οι δαπάνες του Δημοσίου για στήριξη του τραπεζικού τομέα) και στο 3,5% του ΑΕΠ το 2014. Τέλος, όσον αφορά το δημόσιο χρέος, προβλέπεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τρόικας, μια αποκλιμάκωση της δυναμικής του τα επόμενα χρόνια (175% του ΑΕΠ το 2013 και το 2014 και 170% του ΑΕΠ το 2015). Στο σημείο αυτό θα θυμηθούμε τη θετική επίδραση που είχε το «κούρεμα» του χρέους του ιδιωτικού τομέα (PSI) στο χρέος της ελληνικής οικονομίας το 2012 (από 170% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος το 2011 μειώθηκε στο 157% του ΑΕΠ το 2012, μείωση πάνω από τα 53 δισ. ευρώ).

Παρόλα αυτά, όμως, το πρόγραμμα οικονομικής στήριξης των εταίρων προς την ελληνική οικονομία θα δοκιμασθεί στο τέλος του 2013 ή το πολύ τους πρώτους μήνες του 2014. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τρόικας, θα υπάρξει χρηματοδοτικό κενό 10,9 δισ. ευρώ (≈ 11 δισ. ευρώ) τη διετία 2014-2015, 4,4 δισ. ευρώ το 2014, 6,5 δισ. ευρώ το 2015, πράγμα που θα δημιουργήσει πρόβλημα στη συνέχιση της χρηματοδότησης του προγράμματος διάσωσης της ελληνικής οικονομίας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Παράλληλα, διαπιστώνεται δημοσιονομικό κενό ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ (2% του ΑΕΠ) την περίοδο 2015-2016, πράγμα που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη ικανότητας συλλογής φόρων (πάταξη φοροδιαφυγής) και εισφορών (πάταξη εισφοροδιαφυγής).

Το ζητούμενο από εδώ και πέρα είναι πώς θα καταστεί βιώσιμο το δημόσιο χρέος και πώς θα επιτευχθεί ανάπτυξη στην ελληνική οικονομία, πράγμα που θα της επιτρέψει να βγει στις αγορές για δανεισμό. Αμεσα θα πρέπει να υπάρξει απομείωση του ελληνικού χρέους, ώστε το χρέος να γίνει βιώσιμο και να αντιμετωπισθεί το μεγάλο χρηματοδοτικό κενό που αναφέρθηκε προηγουμένως. Στο χρέος εντοπίζεται «τρύπα» 25 δισ. ευρώ από το γεγονός ότι, ενώ ο στόχος είναι να είναι το χρέος 124% του ΑΕΠ το 2020 (110% του ΑΕΠ το 2022, δηλ. 255 δισ. ευρώ), ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του Μνημονίου για τη βιωσιμότητά του, η πρόβλεψη είναι ότι το χρέος υπολογίζεται ότι το 2022 θα είναι 280 δισ. ευρώ, αν δεν προηγηθεί «νέο κούρεμα», αυτήν τη φορά των ομολόγων του δημόσιου τομέα (των επίσημων πιστωτών της χώρας), αφού πλέον είναι ανύπαρκτος ο ιδιωτικός τομέας μετά το πρώτο «κούρεμα» του 2012, με την έννοια ότι δεν έχει στη διάθεσή του κρατικά ομόλογα.

Η άποψή μου είναι ότι θα πρέπει να υπάρξει νέο «κούρεμα» για να γίνει το χρέος βιώσιμο και να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό των περίπου 11 δισ. ευρώ της περιόδου 2014-2015 και τούτο διότι η συνέχιση χρηματοδότησης του χρέους με κεφάλαια από ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης (και άρα νέα μέτρα λιτότητας, εμβάθυνση της ύφεσης και των ελλειμμάτων) δεν θα βοηθήσει την ελληνική οικονομία να βγει στις αγορές. Αντίθετα, η απομείωση του χρέους σε συνδυασμό με τη δημιουργία συνεχώς πρωτογενών πλεονασμάτων θα οδηγήσει σε αποκλιμάκωση της δυναμικής του χρέους και τελικά σε ένα βιώσιμο δημόσιο χρέος για την ελληνική οικονομία.

Πιστεύω ότι, αν τα πρωτογενή πλεονάσματα και οι διαρθρωτικές αλλαγές της δεκαετίας 1990-2000 είχαν συνέχεια και κατά τη δεκαετία 2000-2010, τότε η ελληνική οικονομία δεν θα έφθανε στο χείλος της χρεοκοπίας. Δεν αρκούν όμως μόνο αυτά. Θα πρέπει η χώρα να αρχίσει να παρουσιάζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ (και αυτό θα αρχίσει να παρουσιάζεται το 2014 έπειτα από έξι χρόνια συνεχούς ύφεσης. Από το 2008 μέχρι σήμερα σωρευτικά το ΑΕΠ της χώρας έχει μειωθεί κατά 28%). Η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε ένα σημείο που η συνέχιση αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής θα ήταν καταστροφική, αφού θα αύξανε την ύφεση και την ανεργία. Πρέπει να υπάρξει απελευθέρωση των μεγάλων αναπτυξιακών δυνάμεων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας της χώρας και του εξωτερικού. Να υπάρξει απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας.

Επίσης, θα πρέπει να επιτραπεί στην ΕΚΤ να παίξει ενεργότερο ρόλο με μαζικές αγορές ομολόγων απευθείας από τα κράτη, ασκώντας μια έντονα επεκτατική αναπτυξιακή νομισματική πολιτική (quantitative easing) με την έκδοση νέου χρήματος στα πρότυπα της FED των ΗΠΑ και της Κεντρικής Τράπεζας της Ιαπωνίας (δηλ. η δημιουργία νομισματικής βάσης), με άλλα λόγια να παίξει τον ρόλο του πιστωτή έσχατης ανάγκης για να διατηρηθεί η ρευστότητα στην αγορά ομολόγων. Κάτι τέτοιο θα τονώσει τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρωζώνη, τουλάχιστον στα επίπεδα του ανώτατου στόχου του 2% (ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης είναι 1,3%). Ο υψηλότερος πληθωρισμός διευκολύνει τη διαχείριση του υψηλού δημόσιου χρέους και των μεγάλων ελλειμμάτων.

Η Ελλάδα, κατά την άποψή μου, πρέπει να παραμείνει στην Ευρωζώνη και να μη γίνονται συζητήσεις για Grexit. Η Ελλάδα θα καταφέρει να βγει από την οικονομική κρίση όταν:

α) αν όχι από φέτος, που φαίνεται δύσκολο, από του χρόνου αρχίζει να παρουσιάζει ο κρατικός προϋπολογισμός συνεχώς πρωτογενές πλεόνασμα, πράγμα που θα επιτρέψει την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους και την έξοδο στις αγορές,

β) υπάρξουν διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, που θα επιτρέψουν την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς της και θα αυξήσουν την απασχόληση. Η ανεργία σ’ ένα μεγάλο μέρος οφείλεται στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας,

γ) άμεσα αρχίσει η χαλάρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής (περιορισμός των μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας που βαθαίνουν την ύφεση και δημιουργούν «φαύλο κύκλο» ύφεση – ελλείμματα – ύφεση), ενώ αντίθετα αρχίσουν να εφαρμόζονται πολιτικές ανάπτυξης που θα βγάλουν επιτέλους τη χώρα από την ύφεση που βρίσκεται τα τελευταία έξι χρόνια. Και ο εγχώριος τραπεζικός τομέας, όμως, θα πρέπει να σταθεί αρωγός σε αυτούς που θέλουν να επενδύσουν, ιδιαίτερα μετά την επανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών και τις συγχωνεύσεις που έγιναν στον κλάδο, και

δ) ο Ελληνας φορολογούμενος αλλάξει αντιλήψεις και νοοτροπία και αντιληφθεί ότι η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή στο τέλος αποβαίνουν σε βάρος όλων των Ελλήνων. Το κράτος με τους μηχανισμούς του πρέπει να είναι αμείλικτο στην πάταξη της φοροδιαφυγής, έως ότου αυτό το «σπορ» της φοροδιαφυγής περιορισθεί δραστικά και στο τέλος εξαλειφθεί.

* Ο κ. Γ. Παλαιολόγος είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά - Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης

 

 

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

 

 

8




Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0 σχολιάστηκε):

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο

Είσοδος Μελών
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text
Newsletter
Δώστε μας το e-mail σας για να λαμβάνετε όλα τα νέα του Συλλόγου μας