Ενα όμορφο νησί που πουλούσε πίστωση
Του Daniel Gros*
Φανταστείτε ένα όμορφο νησί που έχει εύκολη πρόσβαση στην πίστωση και έτσι επιδίδεται σε μια καταναλωτική και κατασκευαστική υπερδραστηριότητα. Παρουσιάζει τεράστια ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών για λίγο, αλλά αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, καθώς σημειώνει ανάπτυξη χάρη στις εισροές κεφαλαίων. Δεδομένης, άλλωστε, της εύκολης πρόσβασης σε πιστώσεις, οι τοπικές τράπεζες έχουν και οι ίδιες μεγάλη μόχλευση (κατά συνέπεια και η χώρα) παίρνοντας τεράστια δάνεια από το εξωτερικό προκειμένου να κάνουν επενδύσεις σε άλλες χώρες, επενδύσεις οι οποίες φαίνονταν πολύ προσοδοφόρες την εποχή της ανάπτυξης.
Η εγχώρια πολιτική ελίτ επωφελείται από τα φορολογικά έσοδα, που συνεπάγεται ο ρόλος της χώρας ως διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου. Με τη λήξη της πιστωτικής επέκτασης, η χώρα και οι τράπεζές της δεν μπορούν πλέον να αντλήσουν πιστώσεις. Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν προβλήματα, καθώς τα περιουσιακά τους στοιχεία στο εξωτερικό χάνουν την αξία τους, ενώ οι ξένοι πιστωτές τους επιδεικνύουν νευρικότητα και θέλουν πίσω τα χρήματά τους. Η κυβέρνηση βρίσκεται σε δεινή θέση, καθώς ο τραπεζικός τομέας είναι πολύ μεγαλύτερος από την οικονομία και επομένως, «υπερβολικά μεγάλος για να διασωθεί».
Ενα τέτοιο νησί βρισκόταν στον Βόρειο Ατλαντικό. Οταν η κυβέρνηση της Ισλανδίας βρέθηκε σε αυτήν τη θέση, πήρε μια απλή απόφαση: εγκατέλειψε όλες τις δραστηριότητες των τραπεζών της στο εξωτερικό και συγκέντρωσε τους πόρους της, τους οποίους και επιστράτευσε στη σωτηρία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και των καταθετών. Εκείνη την εποχή, το 2008 δηλαδή, η Ισλανδία δεν είχε άλλη επιλογή, αλλά απεδείχθη πως υιοθέτησε τη σωστή προσέγγιση. Η παρεμφερής με την Ισλανδία περίπτωση της Κύπρου βρίσκεται σε μια πολύ καλύτερη θέση, καθώς οι τράπεζές της έχουν λάβει μεγάλη βοήθεια από την ΕΚΤ που τους παρείχε ρευστότητα ισοδύναμη με μια μεγάλη μερίδα του εθνικού της εισοδήματος και η κυβέρνηση έχει την επιλογή να αντλήσει περαιτέρω χρηματοδότηση από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης. Είναι, επομένως, σαφές ποια είναι η λογική επιλογή για τη χώρα: αν η κυβέρνηση θέλει να επιβιώσει και δεν θέλει να καταρρεύσουν οι τράπεζές της, πρέπει να απαιτήσει από τους καταθέτες να επωμισθούν τμήμα της ζημίας.
Προς το παρόν, όμως, έχει προκύψει αδιέξοδο ανάμεσα στην απαίτηση της Ευρωζώνης να συμμετάσχουν οι πιστωτές των κυπριακών τραπεζών στη ζημία για τη διάσωσή της και στο κοινοβούλιο της χώρας, που τάχθηκε κατά της φορολόγησης των καταθέσεων. Κρίσιμο στοιχείο της αντίδρασης που είχε η κοινή γνώμη στην προτεινόμενη φορολόγηση των καταθέσεων ήταν η εντύπωση πως κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο, καθώς θα επιβάρυνε τους μικροκαταθέτες που δεν γνώριζαν ότι διέτρεχαν κάποιον κίνδυνο. Υπάρχει, όμως, εναλλακτική προσέγγιση αντί της συμμετοχής των καταθετών στη διάσωση των τραπεζών. Αντί του φόρου που ποικίλλει ανάλογα με το ύψος της κατάθεσης, μπορεί να είναι ανάλογος με τους τόκους της κατάθεσης. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να επιβληθεί φόρος ίσος με το τριπλάσιο ή τετραπλάσιο του ετήσιου τόκου.
Στην περίπτωση αυτή οι μικροκαταθέτες δεν θα πληρώσουν σχεδόν τίποτε, καθώς οι καταθέσεις δεν αποδίδουν σχεδόν τίποτε. Αντιθέτως, οι μεγάλες καταθέσεις των επιχειρήσεων είναι αυτές που θα επωμισθούν την επιβάρυνση. Κάτι τέτοιο θα ήταν πιο δίκαιο και πιο αποδεκτό.
Θα αποφέρει μια τέτοια προσέγγιση αρκετά έσοδα; Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ, οι τράπεζες στην Κύπρο κατέβαλαν επιτόκιο από 3% έως 5% – κατά πολύ υψηλότερο από τα μηδενικά που προσφέρουν οι τράπεζες των χωρών με πιστοληπτική αξιολόγηση τριών Α. Ποσά τριπλάσια ή τετραπλάσια των ετήσιων τόκων θα αντιστοιχούν με το 12% έως 16% των μεγάλων καταθέσεων και θα ήσαν αρκετά για να προσφέρουν τα 5,8 δισ. ευρώ που απαιτεί το Eurogroup. Δεδομένου, άλλωστε, ότι οι τράπεζες της Κύπρου κατέβαλαν υψηλότερα επιτόκια από την περίοδο 2008 - 2009, η προσέγγιση αυτή θα διασφάλιζε ότι όσοι διατηρούσαν επί μακρόν καταθέσεις σε κυπριακές τράπεζες δεν θα βρίσκονταν σε χειρότερη θέση από εκείνη στην οποία θα βρίσκονταν αν είχαν τις καταθέσεις σε μια χώρα (ή σε μια τράπεζα) με βαθμολογία τριών Α.
* Ο κ. Daniel Gros είναι διευθυντής του ινστιτούτου CEPS.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
6
Σχολιάστε το άρθρο