Από τη Χάρτα του κομματισμού σε ένα σύγχρονο Σύνταγμα
Από τον ΠΑΝΑΓΗ ΒΟΥΡΛΟΥΜΗ
Πολλοί είναι πια εκείνοι που αναγνωρίζουν την ανάγκη να αποκτήσει η χώρα μας ανανεωμένο καταστατικό χάρτη, προσαρμοσμένο στις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινωνίας μας, ώστε να εμπνέει σεβασμό στους πολίτες. Το Σύνταγμα που ισχύει δεν είναι απλώς ανυπόληπτο, είναι και βλαβερό γιατί συντηρεί μια σάπια κατάσταση. Το επικαλούνται διάφορες ομάδες και συμφέροντα κατά το δοκούν, όταν τους εξυπηρετεί, για να το παραβαίνουν, όπως πρόσφατα ο δικαστικός κλάδος που απεργούσε, ενώ το άρθρο 23 το απαγορεύει ρητά. Ποια παραπάνω απόδειξη χρειάζεται για τη χρεοκοπία ενός θεσμού όταν εκείνοι που έχουν ταχθεί να τον εφαρμόζουν και να τον υπερασπίζονται τον παραβαίνουν;
Όλο και περισσότεροι αναφέρονται στην ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος, αλλά εδώ αξίζει να θυμηθούμε το εξής: Επί χρόνια ακούγαμε από επίσημα χείλη το τροπάριο της ανάγκης για «διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία», δηλαδή στους νόμους που ρυθμίζουν την οικονομική ζωή, στις σχέσεις που διέπουν την οικονομία. Σπάνια, σχεδόν ποτέ, εκείνοι που ζητούσαν διαρθρωτικές αλλαγές και ήταν σε θέση να τις κάνουν δεν ξεκαθάριζαν ποιες έπρεπε να είναι αυτές.Γιατί; Όχι διότι δεν ήξεραν, αλλά γιατί φοβούνταν. Αλλαγές στις οικονομικές σχέσεις θίγουν συμφέροντα. Έπρεπε πρώτα να χρεοκοπήσουμε για να μας επιβάλει η Τρόικα τις συγκεκριμένες αλλαγές που, αν γίνουν, θα κάνουν την οικονομία μας ανταγωνιστική.
Το ίδιο τώρα με το Σύνταγμα. Όλο και πιο συχνά, όλο και περισσότεροι άνθρωποι με δημόσιο λόγο, στην πολιτική και τις παρυφές της ανοίγουν το θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος. Σπάνια συγκεκριμενοποιούν. Τι θέλουν ν’ αλλάξει και πώς; Προτάσεις για συγκεκριμένες αλλαγές θα απειλήσουν συμφέροντα και οι τάξεις και ομάδες που ευνοούνται είναι ισχυρές και δεν θα παραδώσουν αμαχητί τα προνόμιά τους. Το Σύνταγμα για τον εν ενεργεία ή τον επίδοξο πολιτικό είναι ναρκοπέδιο. Άλλωστε είναι εύκολο να οχυρώνονται κάποιοι πίσω από το άρθρο 110 που κάνει κάθε αναθεώρηση σχεδόν αδύνατη. Έτσι εκ του ασφαλούς μπορούν πολλοί να ζητούν να γίνουν πράγματα που οι ίδιοι στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν.
Οι δανειστές μας επέβαλαν διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία, αλλαγές τις οποίες το πολιτικό μας σύστημα δεν είχε το θάρρος και τη διορατικότητα να κάνει. Δεν μπορούμε να περιμένουμε το ίδιο για το Σύνταγμα. Στην περίπτωση αυτή έγκειται σ’ εμάς να το κάνουμε. Η συγκυρία είναι ευνοϊκή. Ο κόσμος είναι έτοιμος να δεχτεί καινούργια πράγματα. Γνωρίζει καλά ότι το πολιτικό κατεστημένο, δημιούργημα του Συντάγματος του 1975, έχει αποτύχει, αλλά δεν βλέπει διέξοδο. Η αναθεώρηση του Συντάγματος δίνει μια τέτοια διέξοδο. Ανοίγει σοβαρό πολιτικό διάλογο που έχει πιθανότητες να καταλήξει σε πιο μόνιμη και όχι, όπως τώρα, συγκυριακή λόγω των ξένων παρεμβάσεων βελτίωση του τρόπου διακυβέρνησής μας. Έτσι και τα κέρδη από τις θυσίες που υποβάλλεται τώρα ο λαός δεν θα πάνε χαμένα. Αν η κρίση που περνάμε έχει κάποια θετική πλευρά, αυτή θα ήταν να έθαβε μια για πάντα το διεφθαρμένο πελατειακό πολιτικό σύστημα που μας έφερε σ’ αυτήν. Για να γίνει αυτό όμως δεν αρκούν οι τωρινές προσαρμογές στην οικονομία και τις εργασιακές σχέσεις. Χρειάζονται πολύ βαθύτερες και μόνιμες τομές.
Έχουν περάσει 38 χρόνια από τότε που έφυγε η δικτατορία. Στο διάστημα αυτό διαμορφώθηκε το πολιτικό σύστημα που οδήγησε την Ελλάδα στην οικονομική καταστροφή και τον διεθνή διασυρμό. Για την τωρινή κατάσταση δεν ευθύνονται εξωτερικοί παράγοντες και γεγονότα. Είναι 100% ντόπιο προϊόν.
Πώς καταντήσαμε εκεί; Θα προσπαθήσω πρώτα να το εξηγήσω διά της εις άτοπον απαγωγής. Οι άνθρωποι είναι λίγο-πολύ παντού και πάντα οι ίδιοι, με τις αδυναμίες και τα προτερήματά τους. Οι Αθηναίοι πριν και μετά τον Κλεισθένη, το ίδιο οι Σπαρτιάτες πριν και μετά τον Λυκούργο, πιο πρόσφατα οι Αμερικανοί και Γάλλοι πριν και μετά τις επαναστάσεις τους. Το ανθρώπινο υλικό δεν άλλαξε, άλλαξε όμως κάτι άλλο που επέτρεψε στους λαούς να συγκροτηθούν και να δημιουργήσουν, που ελευθέρωσε δυνάμεις.
Αυτό το κάτι άλλο είναι ο θεσμός. Στην περίπτωσή μας ο ανώτατος είναι το Σύνταγμα γιατί ορίζει τον τρόπο διακυβέρνησης. Από το Σύνταγμα κρέμεται το νομικό και θεσμικό οικοδόμημα που κανονίζει πώς διοικείται ο τόπος. Εκεί, στις αδυναμίες του Συντάγματος, πρέπει σήμερα να αποδοθεί μεγάλο μέρος της ευθύνης για την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Στο συμπέρασμα αυτό έπρεπε να μας έχει οδηγήσει από καιρό η απλή λογική. Τι φταίει για την τραγική κατάσταση της παιδείας, της κοινωνικής πρόνοιας, της διοίκησης γενικά και παντού; Μήπως να το πάρουμε απόφαση ότι 11 εκατομμύρια κάτοικοι της νότιας άκρης των Βαλκανίων είναι από κατασκευή ανίκανοι και διεφθαρμένοι; Εγώ δεν είμαι έτοιμος να παραδεχθώ κάτι τέτοιο. Όχι γιατί θίγει τον πατριωτισμό μου, αλλά γιατί ξέρω πως δεν είναι έτσι, και αντλώ από τη δική μου πείρα.
Βρέθηκα στη ζωή μου δυο φορές στο τιμόνι μεγάλων Ελληνικών Οργανισμών. Νέος πολύ, του Ομίλου της Εμπορικής Τραπέζης, με δεκάδες εταιρείες και πάνω από 30.000 ανθρώπους. Αργότερα στον ΟΤΕ, πάλι με δεκάδες χιλιάδες προσωπικό. Και στις δύο περιπτώσεις ήσαν Οργανισμοί με προβλήματα, σε μεταβατικές και δύσκολες στιγμές. Κατάλαβα γρήγορα ότι κάθε μεγάλος αριθμός ατόμων, Ελλήνων στην περίπτωσή μας, περιλαμβάνει όλα τα ταλέντα και ικανότητες που έχει ανάγκη για να διοικηθεί καλά. Εκείνο που χρειάζεται είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης που να αναδεικνύει και να προστατεύει ικανούς και να πείθει ότι είναι δίκαιο. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ένα σωστό και λειτουργικό καταστατικό.
Το Σύνταγμά μας συντηρεί ένα σύστημα που δεν εξασφαλίζει αξιοκρατία. Αντίθετα, προστατεύει κάστες, που έτσι διαιωνίζονται και θεωρούν την ξεχωριστή τους θέση στην κοινωνία μας σαν κεκτημένο. Οι επαγγελματίες της πολιτικής, οι καθηγητές, οι εργατοπατέρες, όλες αυτές και άλλες ομάδες προστατεύονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από το Σύνταγμα, δίχως να μας έχει κανείς εξηγήσει γιατί. Ίσως διότι το έγραψαν οι ίδιοι. Αυτό και μόνο το χαρακτηριστικό είναι αρκετό για να το στερήσει από αξιοπιστία.
Θα αναφερθώ σύντομα σε μερικές από τις βασικές, κατά τη γνώμη μου, σχεδιαστικές αδυναμίες του Συντάγματος αρχίζοντας από τη φλυαρία του. Αποτελεί «κώδικα οδικής κυκλοφορίας» που προσπαθεί να ρυθμίσει τα πάντα στη ζωή των Ελλήνων. Συνυπάρχουν μέσα σ’ αυτό βασικές αρχές που διέπουν το πολίτευμα μαζί με δεκάδες αναφορές σε μικρής σημασίας πράγματα – λ.χ., ότι «μεριμνά» το κράτος για τα αθλητικά σωματεία και άλλα επουσιώδη. Έτσι, ή κατεβαίνουν οι βασικές έννοιες στο επίπεδο του micro-management, ή τα διάφορα μικροσυμφέροντα και λαϊκίστικα που έχουν τρυπώσει μέσα ανεβαίνουν στο επίπεδο των βασικών αρχών του πολιτεύματος και αξιώνουν ανάλογη μεταχείριση. Βλέπε τους υπαλλήλους της Βουλής που επικαλούνται συνταγματική προστασία.
Το Σύνταγμα έπρεπε να είναι σύντομο και λιτό, να περιορίζεται στα θεμελιώδη και να είναι σαφές. Να μην δέχεται πολλές ερμηνείες, να μην παραπέμπει σε νόμους που συνήθως δεν υπάρχουν. Εκείνο το «μερινά», π.χ. για τις δαπάνες των ΟΤΑ τι σημαίνει; Ποιος πληρώνει όταν οι δήμαρχοι εκτροχιάζουν τους προϋπολογισμούς; Το Σύνταγμα λέει ψέματα στους πολίτες ότι το κράτος μπορεί να τους συντρέχει στα πάντα. Υποδαυλίζει την κουλτούρα που έχει επικρατήσει, ότι ο πατερούλης θα φροντίσει για εμάς. Το μισοκατάφεραν οι κυβερνήσεις για μερικές δεκαετίες, με δανεικά, για να καταντήσει τώρα το κράτος αφερέγγυο με υποθηκευμένο το μέλλον των τριών επόμενων γενεών. Δεν πρόκειται απλώς για αναντιστοιχία μέσων απέναντι σε αγαθές προθέσεις.
Το Σύνταγμα που έγινε το 1975 απηχεί ιδέες και ροπές που σε κάποιο βαθμό αποτελούσαν αντίδραση στην εμπειρία της Χούντας αλλά κυρίως ήταν του συρμού την εποχή εκείνη. Διαπνέεται από μια μορφή ιδιότυπου πατερναλιστικού κρατισμού. Το άρθρο 106 συνθλίβει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του πολίτη απέναντι σε μια αφηρημένη κρατική έννοια που έχει εξελιχθεί σε εργαλείο ενός πελατειακού κομματικού συστήματος διαχείρισης. Η τάση για την ρύθμιση των πάντων δεν είναι τυχαία, ούτε η ασάφεια που αφήνει χώρο για βολικές ερμηνείες.
Ο κόσμος προχωρεί με όλο μεγαλύτερη ταχύτητα. Οι συνθήκες αλλάζουν και οι κοινωνίες προσαρμόζονται για να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Ένας καταστατικός χάρτης θα έπρεπε να επιτρέπει, και μάλιστα να διευκολύνει, προσαρμογές εκεί που τις επιβάλλει η εξέλιξη και η πρόοδος δίχως να διακινδυνεύει τις βασικές αρχές της ισοπολιτείας, δικαιοσύνης, κ.λπ. Με το να κάνει την αναθεώρηση τόσο δύσκολη –πρακτικά αδύνατη– το άρθρο 110 έχει μεταβάλει το Σύνταγμα σε ένα αντιδραστικό και οπισθοδρομικό ντοκουμέντο που σταματά το ρολόι εκεί που βόλευε κάποιους όταν το γράψανε και το ψηφίσανε. Όταν όμως κάτι δεν προσαρμόζεται, τότε δύο μπορούν να συμβούν: Ή αυτό που ζούμε τώρα (συμπτώματα προχωρημένης ακυβερνησίας, οπότε πολλοί, ίσως και δικαιολογημένα, ενεργούν αντίθετα στο Σύνταγμα και τους νόμους) είτε έκρηξη, αν η πίεση γίνει αφόρητη. Ένα Σύνταγμα θα έπρεπε να έχει ασφαλιστικές δικλίδες και να μπορεί να αλλάζει στα μη βασικά, που κι αυτά τα μη βασικά θα έπρεπε να είναι όσο λιγότερα γίνεται. Αντί γι’ αυτό, ρυθμίσαμε τα πάντα μέχρι λεπτομερείας, κλειδώσαμε καλά την πόρτα και περιμένουμε το ρολόι να σταματήσει.
Αλλά το ρολόι δεν σταματά. Οι μεταρρυθμίσεις στην οικονομία που γίνονται τώρα είναι αντίθετες προς το πνεύμα που συνέταξε το Σύνταγμα, τον κρατισμό που κυβέρνησε σχεδόν συνεχώς από τότε. Το ιδεολογικό υπόβαθρο τρίζει. Όσοι δεν είχαν προφτάσει να χωθούν κάτω από την ομπρέλα του Συντάγματος τώρα αναγκάζονται να βγουν στην πραγματική βιοπάλη. Υπάρχουν βέβαια πάντα οι προνομιούχοι. Το εμβληματικό άρθρο 16 μάς λέει, όχι μία αλλά δύο φορές, ότι η Ανώτατη Παιδεία είναι δουλειά του κράτους και κλειστή για οποιονδήποτε άλλον. Το γράψανε μάλλον καθηγητές, κλείσανε το επάγγελμά τους και έκαναν τους εαυτούς τους δημόσιους λειτουργούς παρακαλώ, όχι απλώς υπαλλήλους, και διά βίου. Γιατί το Σύνταγμα κλείνει σε όλους πλην του Κράτους την ανώτατη εκπαίδευση; Με ποια λογική; Ποια ιδεολογία εκφράζει στο σημείο αυτό; Τα χάλια της Παιδείας είναι απερίγραπτα, αλλά το οχυρό καλά κρατεί. Τεράστια η ζημιά στην Ελλάδα. Ο υπόλοιπος κόσμος προχωρεί και τα παιδιά μας ξενιτεύονται, όσα μπορούν.
Χρειάζεται ριζική απλοποίηση του Συντάγματος, περιορισμός του στις βασικές αρχές του πολιτεύματος. Κατάργηση πολλών άρθρων αλλά και προσθήκη ενός: το Σύνταγμα θα έπρεπε να καθιερώνει εκλογικό σύστημα. Η πρακτική που επιτρέπει σε όποιο κόμμα ελέγχει τη Βουλή να αλλάζει τον εκλογικό νόμο όποτε νομίζει ότι αυτό το συμφέρει είναι παράδειγμα του αμοραλισμού και οπορτουνισμού της πολιτικής μας ζωής. Δεν έχει σημασία ποιο θα ήταν αυτό το εκλογικό σύστημα. Τα κόμματα πρέπει να αναγκαστούν να πειθαρχήσουν σε σταθερούς κανόνες διεξαγωγής της πολιτικής αναμέτρησης και να προσαρμοστούν σ’ αυτούς. Αυτό συμβαίνει σε όσες χώρες το δημοκρατικό πολίτευμα λειτουργεί σωστά και αξιόπιστα. Τα κόμματα και η πολιτική ζωή οργανώνονται γύρω από κάποιο πάγιο εκλογικό σύστημα και όχι το αντίστροφο.
Έχει διατυπωθεί το επιχείρημα ότι αν ανοίξει θέμα αναθεώρησης του Συντάγματος μπορεί να καταλήξουμε με χειρότερο από αυτό που έχουμε. Δεδομένης της ποιότητας της πολιτικής μας ζωής τίποτε δεν αποκλείεται. Δεν είναι ο λόγος αυτός αρκετός για να μην επιχειρηθεί μια ριζική ανακαίνιση ενός κορυφαίου θεσμού που έχει αποτύχει και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας και στις δεσμεύσεις που απορρέουν από την συμμετοχή μας στη ενωμένη Ευρώπη. Το εγχείρημα είναι δύσκολο και ακόμη και αν επιτύχει δεν αποτελεί λύση σε όλα τα προβλήματά μας. Όμως θα ήταν ένα τεράστιο βήμα προόδου. Από πού αρχίζει κανείς; Ένας δημόσιος διάλογος για την σκοπιμότητα ριζικής αναθεώρησης με συγκεκριμένες προτάσεις θα υποχρέωνε τα κόμματα να πάρουν θέση επάνω σε μεγάλα θέματα, όπως είναι ο ρόλος του κράτους και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, και άλλα που δεν είναι καθόλου δευτερεύοντα, όπως η εκπαίδευση. Να δείξει ο καθένας τα χαρτιά του. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή. Η κρίση δεν έχει περάσει, αντίθετα· στα λαϊκά στρώματα η απόγνωση θα εντείνεται όσο η ανεργία και τα μέτρα στην οικονομία θα δαγκώνουν περισσότερο. Χρειάζεται να διοχετευθεί δημιουργικά η αρνητική ενέργεια πριν ξεσπάσει απρόβλεπτα. Κάπου διάβασα ότι κανένα Ελληνικό Σύνταγμα δεν έχει αλλάξει ριζικά με τις διαδικασίες που προέβλεπε το προηγούμενο.
Πηγή: booksreview.gr
6
Σχολιάστε το άρθρο