Εκκλησιαστικός φόρος: Συμβολή στο δημόσιο διάλογο
Η πρόταση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Κουράκη για τη μισθοδοσία του κλήρου από τα έσοδα που θα επέφερε η επιβολή φόρου υπέρ της Εκκλησίας, στους πολίτες που οικειοθελώς θα δηλώνουν χριστιανοί ορθόδοξοι, προκάλεσε μία μεγάλη και έντονη συζήτηση.
Όμως, είναι η πρόταση αυτή χωρίς βάση; Πρέπει να απορριφθεί χωρίς καν να υπάρξει ένας δημόσιος προβληματισμός γι’ αυτή; Τί γίνεται σε άλλες χώρες της Ευρώπης; Είναι η Ελλάδα έτοιμη να ακολουθήσει τα πρότυπα άλλων χωρών;
Ο κ. Κουράκης, υποστήριξε κάτι το οποίο για πολλούς θεωρείται ως αυτονόητο: Σε μια δυτική, κοσμική και φιλελεύθερη δημοκρατία, κάθε θρησκευτική κοινότητα αυτοχρηματοδοτείται και αναλαμβάνει η ίδια τη μισθοδοσία των λειτουργών της. Το κράτος, σε ένδειξη σεβασμού προς το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού και το κοινωνικό έργο των εκκλησιών, μπορεί μόνο να διευκολύνει, προσφέροντας το φοροσυλλεκτικό του μηχανισμό για την απόδοση των εκουσίων εισφορών, εξασφαλίζοντας βέβαια, με τις κατάλληλες θεσμικές και τεχνικές εγγυήσεις, το απόρρητο των πεποιθήσεων κάθε ενός πολίτη.
Με δεδομένη την ιστορία της χώρας μας και τον ιστορικό -αλλά και το σύγχρονο- ρόλο της Εκκλησίας και τη διάσταση της θρησκευτικής παράδοσης στην ελληνικής κοινωνίας, πολλοί θα ισχυριστούν ότι, στην Ελλάδα, αυτό δεν είναι διόλου “αυτονόητο”.
Τα επιχειρήματα που προβάλλονται υπέρ ή κατά της κάθε άποψης, είναι πολλά και επαρκώς τεκμηριωμένα. Για το ζήτημα βεβαίως, δεν είμαστε εμείς αρμόδιοι να δώσουμε μία απάντηση. Την απάντηση θα τη δώσουν τα όργανα της Πολιτείας, όταν το ζήτημα ωριμάσει και πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις. Ο δικός μας ο ρόλος, προς το παρόν, θα περιοριστεί στο να δούμε -σε συντομία- πώς λειτουργεί ο θεσμός του “εκκλησιαστικού φόρου” σε άλλες χώρες. Με τη σημείωση ότι, ο κατάλογος των χωρών είναι απλά ενδεικτικός και στοχεύει στο να μας δώσει μία γενική εικόνα για το πώς αντιμετώπισαν άλλοι λαοί, το ίδιο ακριβώς ερώτημα.
Από τη σύντομη έρευνα που διεξάγαμε, διαπιστώνουμε ότι:
- Σε όσες χώρες ισχύει ο “εκκλησιαστικός φόρος”, αυτός επιβάλλεται μόνον σε όσους δηλώνουν μέλη μίας συγκεκριμένης θρησκευτικής κοινότητας και τα έσοδα πηγαίνουν αποκλειστικά σ’ αυτή.
- Συχνά, το Κράτος, συμμετέχει και αυτό στα έξοδα λειτουργίας των θρησκευτικών κοινοτήτων. Όμως, το ποσοστό συμμετοχής του Κράτους είναι πάντα μειοψηφικό και έχει έναν συμπληρωματικό ρόλο.
- Ενδιαφέρον έχει η περίπτωση της Ιταλίας, όπου -από το 1984- ισχύει ο φόρος “οκτώ τοις χιλίοις” (otto per mile). Αυτός ο φόρος υπολογίζεται σε 0,8% του συνολικού φόρου εισοδήματος και καταβάλλεται ούτως ή άλλως. Απλά, ο φορολογούμενος, κατά τη σύνταξη της φορολογικής του δήλωσης, μπορεί να επιλέξει τον αποδέκτη της συνεισφοράς που μπορεί να είναι οποιαδήποτε αναγνωρισμένη θρησκευτική κοινότητα ή, εφ’ όσον έτσι επιθυμεί ο φορολογούμενος, το έσοδο αυτό κατευθύνεται σε ειδικό λογαριασμό της Κυβέρνησης, από τον οποίο χρηματοδοτούνται αποκλειστικά, έργα ή δράσεις, κοινωνικής αλληλεγγύης.
- Το ενδιαφέρον είναι ότι η περίπτωση της Ιταλίας έχει ομοιότητες με αυτή της Ελλάδας: Αρχικά, το κράτος είχε την υποχρέωση της καταβολής της μισθοδοσίας του κλήρου, σαν αντιστάθμιση της κρατικοποίησης της περιουσίας της Εκκλησίας της Ιταλίας. Όμως, το 1984, η Εκκλησία και το Κράτος συμφώνησαν σε ένα άλλο “μοντέλο” ικανοποίησης της υποχρέωσης του Ιταλικού Κράτους, το οποίο όμως έδινε το δικαίωμα επιλογής στους ιταλούς πολίτες, για το πώς και πού θα διατεθούν τα χρήματά τους. (Δείτε περισσότερα για την περίπτωση της Ιταλίας στη συνέχεια του άρθρου)
Ο εκκλησιαστικός φόρος σε χώρες της Ευρώπης:
Γερμανία:
Στη Γερμανία, το δικαίωμα των εκκλησιών να εισπράττουν φόρους δίδεται από το άρθρο 140 του Συντάγματος (Βασικού Νόμου) του 1949, το οποίο αναφέρει την ισχύ του άρθρου 137 του Συντάγματος της Βαϊμάρης (του 1919), όπου αναφέρεται ρητά το δικαίωμα κάθε εκκλησίας να εισπράττει φόρους με βάση τα οικονομικά της αρχεία και τους κανόνες του κάθε κρατιδίου της Ομοσπονδίας.
Οι φόροι συλλέγονται είτε από την Κεντρική Κυβέρνηση και παραδίδονται στις θρησκευτικές κοινότητες (αφού παρακρατηθεί ένα “τέλος συλλογής”), είτε από τις τοπικές αρχές, είτε ακόμη και από τις ίδιες τις θρησκευτικές κοινότητες.
Έτσι, κατά το 2010, περίπου το 70% των εκκλησιαστικών εσόδων (€ 9,2 δισεκατομμύρια) προήλθαν από τον εκκλησιαστικό φόρο.
Τα έσοδα από τους εκκλησιαστικούς φόρους χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των εκκλησιαστικών δαπανών που σχετίζονται με την ίδρυση οργανισμών και ιδρυμάτων ή τη πληρωμή των ιερέων.
Ο εκκλησιαστικός φόρος καταβάλλεται μόνο από τα μέλη της αντίστοιχης εκκλησίας. Οι πολίτες που δεν είναι μέλη της εκκλησίας δεν χρειάζεται να τον πληρώσουν. Τα μέλη μιας θρησκευτικής κοινότητας δημοσίου δικαίου μπορούν να δηλώσουν επισήμως προς τις κρατικές αρχές, την επιθυμία τους να διαγραφούν από την κοινότητα. Με μια τέτοια δήλωση, η υποχρέωση να πληρώνουν εκκλησιαστικούς φόρους παύει. Όμως, αυτό μπορεί να έχει και (εκκλησιαστικές) συνέπειες. Για παράδειγμα, μερικές θρησκευτικές κοινότητες αρνούνται να πραγματοποιήσουν γάμους και ενταφιασμούς των (πρώην) μελών, τα οποία έχουν εγκαταλείψει την κοινότητα.
Το ποσό του εκκλησιαστικού φόρου, εκπίπτει πλήρως από το φορολογητέο εισόδημα των γερμανών (όπως εκπίπτουν και οι δωρεές προς την Εκκλησία ή για φιλανθρωπικούς σκοπούς) και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι πολίτες εισφέρουν στις εκκλησίες σε μία αρκετά μεγάλη κλίμακα.
Οι πολίτες που -μετά από επιλογή τους- καταβάλλουν φόρο στην εκκλησία (η πλειοψηφία τους είναι Ρωμαιοκαθολικοί ή Προτεστάντες) πληρώνουν ποσοστό μεταξύ 8% (στην Βαυαρία και Βάδη-Βυρτεμβέργη) και 9% (στην υπόλοιπη χώρα) του φόρου εισοδήματος τους στη θρησκευτική κοινότητα που ανήκουν.
Δανία:
Στη Δανία, τα μέλη της Εκκλησίας καταβάλλουν εκκλησιαστικό φόρο, το ύψος του οποίου διαφέρει από δήμο σε δήμο, αλλά συνήθως φθάνει κοντά στο 1% του φορολογητέου εισοδήματός τους. Ο φόρος αυτός καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών της Εκκλησίας. Για την κάλυψη των δαπανών αυτών, πέρα από τα έσοδα από φόρους, ένα επιπλέον 13% καταβάλλεται από την Κεντρική Κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και πολίτες που δεν είναι μέλη της Εκκλησίας, χρηματοδοτούν τις θρησκευτικές δραστηριότητες μέσω των φόρων τους.
Σουηδία:
Από το έτος 2000, η Εκκλησία έχει διαχωριστεί πλήρως από το Κράτος. Τα μέλη της Εκκλησίας καταβάλλουν εκκλησιαστική εισφορά, η οποία -ανάλογα με το δήμο- μπορεί να φθάσει έως και το 2% του φορολογητέου εισοδήματος του φορολογούμενου. Ο εκκλησιαστικός φόρος είνα μία προαιρετική επιλογή του φορολογούμενου
Σε μια πρόσφατη εξέλιξη, η σουηδική κυβέρνηση έχει συμφωνήσει να εξακολουθήσει να συλλέγει τους εκκλησιαστικούς φόρους, τους οποίους στη συνέχεια παραδίδει στην εκκλησία, ανάλογα με την επιλογή του δόγματος του φορολογούμενου.
Αυστρία:
Ο εκκλησιαστικός φόρος είναι υποχρεωτικός για τους Καθολικούς (αποτελούν το 70% του πληθυσμού), σε ένα ποσοστό της τάξης του 1,1%. Ο φόρος αυτός εισήχθη από τον Χίτλερ, αλλά διατηρήθηκε και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να κρατήσει την Εκκλησία ανεξάρτητη από τις πολιτικές δυνάμεις.
Ελβετία:
Στην Ελβετία, δεν υπάρχει καμία επίσημη κρατική εκκλησία. Ωστόσο, τα 26 καντόνια στηρίζουν, οικονομικά τουλάχιστον, ένα από τα τρία παραδοσιακά δόγματα, με κεφάλαια που συγκεντρώνονται μέσω της φορολογίας. Κάθε κρατίδιο έχει τους δικούς του κανόνες όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών και του Κράτους. Σε ορισμένα καντόνια, ο εκκλησιαστικός φόρος (έως 2,3%) είναι προαιρετικός, σε άλλα, όμως, τα άτομα που επιλέγουν να μην συμβάλλουν στον εκκλησιαστικό φόρο, πρέπει επίσημα να εγκαταλείψουν την εκκλησία. Σε ορισμένα καντόνια, υποχρέωση καταβολής του εκκλησιαστικού φόρου έχουν ακόμη και οι ιδιωτικές εταιρείες.
Φινλανδία:
Στη Φινλανδία, τα μέλη και των δύο Εκκλησιών στις οποίες ανήκει η πλειοψηφία του πληθυσμού (Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία και Φινλανδική Ορθόδοξη Εκκλησία) καταβάλουν με βάση το εισόδημά τους έναν εκκλησιαστικό φόρο που κυμαίνεται μεταξύ του 1% και του 2%, ανάλογα με το δήμο. Κατά μέσο όρο, ο φόρος είναι, περίπου, 1,3%.
Όποιος πολίτης επιθυμεί, μπορεί να δηλώσει την αποχώρησή του από την κοινότητα της Εκκλησίας που ανήκει, οπότε και παύει η υποχρέωσή του για πληρωμή του εκκλησιαστικού φόρου.
Υποχρέωση καταβολής του φόρου έχουν και οι εταιρίες. Τα χρήματα αυτά διαχωρίζονται από το Κράτος (ανεξάρτητα από την Εκκλησία στην οποία ανήκουν οι ιδιοκτήτες μίας εταιρίας) και παραδίδονται και στις δύο κύριες Εκκλησίες της χώρας.
Ισλανδία:
Στην Ισλανδία, οι φορολογούμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν φόρο σε αναγνωρισμένες θρησκευτικές οργανώσεις της επιλογής τους. Όσοι δεν ανήκουν σε κάποια αναγνωρισμένη θρησκευτική οργάνωση, πληρώνουν το ίδιο ποσό στο κράτος. Η Εκκλησία της Ισλανδίας λαμβάνει κυβερνητική υποστήριξη, πέρα από τους φόρους εκκλησίας που καταβάλλονται από τα μέλη της.
Ιταλία:
Ήδη, από την εποχή του Μουσολίνι, το Ιταλικό Κράτος είχε αναλάβει την υποχρέωση της μισθοδοσίας των ιταλών κληρικών. Η πληρωμή αυτή είχε τη μορφή μίας αντισταθμιστικής εισφοράς προς την εκκλησία, λόγω της εθνικοποίησης της περιουσίας της μετά την ενοποίηση του Ιταλικού Κράτους (1870). Όμως, από το 1984 καθιερώθηκε ο φόρος “οκτώ τοις χιλίοις” (otto per mile). Ο φόρος αυτός υπολογίζεται σε 0,8% του συνολικού φόρου εισοδήματος και κάθε φορολογούμενος, κατά τη σύνταξη της φορολογικής του δήλωσης, μπορεί να επιλέξει τον αποδέκτη της συνεισφοράς. Επί του παρόντος, μεταξύ των κυριότερων επιλογών του είναι: το κράτος, η Καθολική Εκκλησία, η ένωση των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ιταλία, η Λουθηρανική Ευαγγελική Εκκλησία της Ιταλίας κ.α. Εάν ο φορολογούμενος δε δηλώσει ρητά την επιλογή του, ο φόρος κατανέμεται αναλογικά με βάση τις επιλογές των άλλων φορολογουμένων, οι οποίοι έχουν δηλώσει κάποια επιλογή. Το κράτος χρησιμοποιεί το δικό του μερίδιο φόρου του 0,8% για κοινωνικούς ή πολιτιστικούς σκοπούς.
Σχόλια (2 σχολιάστηκε):
1. Μπορεῖτε να ρίξετε, ἂθελά σας βέβαια, ἀρκετό νερό στό μῦλο τοῦ νεοταξικοῦ τόξου στήν πατρίδα μας.
2. Θά κάνω μιά πρόταση: Ὃποιος δέ θέλει να πληρώνει γιά την ἐκκλησία: 1. Θά τό δηλώνει στήν ἐκκλησία καί στήν φορολογική του δήλωση. Ἒτσι Τό ποσό πού ἀναλογεῖ γιά την ἐκκλησία θά πηγαίνει σέ δράσεις τῆς κοσμικῆς (ὂχι τῆς μεταφυσικῆς) ἐκκλησίας δλδ τοῦ κράτους. (τῦπος Ἰταλιας)..
Σχολιάστε το άρθρο