Η τιμή της βενζίνης αυξάνεται εύκολα, αλλά υποχωρεί δύσκολα
Δεν προσαρμόζεται με την ίδια ταχύτητα στις μεταβολές των διεθνών τιμών πετρελαίου, σύμφωνα με την ΤτΕ
Στο συμπέρασμα ότι οι τιμές της βενζίνης στην Ελλάδα δεν προσαρμόζονται με την ίδια ταχύτητα στις μεταβολές των διεθνών τιμών του πετρελαίου, καταλήγει μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας. Αυτή η ασύμμετρη προσαρμογή, εκτιμά η μελέτη, φανερώνει μια επιχειρηματική στρατηγική, σύμφωνα με την οποία οι πωλητές της βενζίνης επιδιώκουν να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους τους, καθώς καθυστερούν να χαμηλώσουν τις λιανικές τιμές της βενζίνης όταν η διεθνής τιμή του πετρελαίου υποχωρεί, αλλά σπεύδουν να τις αυξήσουν όταν η διεθνής τιμή του «μαύρου χρυσού» ανεβαίνει. Το φαινόμενο αποδίδεται σε πιθανή ύπαρξη συμπράξεων στον τομέα της προσφοράς, που ευνοούνται από έλλειψη ανταγωνιστικών συνθηκών στη δομή της ελληνικής αγοράς καυσίμων. Λόγω της κατάτμησης της ελληνικής αγοράς καυσίμων, η ασύμμετρη προσαρμογή και οι πιθανές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού θα πρέπει να αναζητηθούν στη δομή και στο θεσμικό πλαίσιο που χαρακτηρίζουν τις αγορές διύλισης, χονδρικής και λιανικής.
Η μελέτη ερευνά την ύπαρξη ασυμμετρίας στις προσαρμογές των εγχώριων λιανικών τιμών της βενζίνης στις διεθνείς τιμές πετρελαίου για την ελληνική οικονομία και για την περίοδο Ιανουαρίου 2005 - Ιουλίου 2012. Κάνει αναφορά σε τρεις προηγούμενες έρευνες με το ίδιο θέμα, μεταξύ των οποίων και αυτή του ΙΟΒΕ, του 2009, που διερευνά την περίοδο 2005-2008, που όμως δεν κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα.
Η παρούσα εργασία, της ΤτΕ, διαφοροποιείται σε σχέση με τις προηγούμενες ως προς το δείγμα παρατηρήσεων για τις υπό εξέταση μεταβλητές. Σημειώνεται ότι η λειτουργία της αγοράς αναλύεται χρησιμοποιώντας παρατηρήσεις με εβδομαδιαία συχνότητα για ένα μεγαλύτερο στατιστικό δείγμα σε σχέση με τις προηγούμενες μελέτες και περιλαμβάνει παρατηρήσεις από την περίοδο κρίσης της οικονομίας. Ο έλεγχος αφορά το κατά πόσον οι εγχώριες τιμές της βενζίνης προσαρμόζονται ταχύτερα προς τα πάνω αντιδρώντας στις αυξήσεις των διεθνών τιμών, παρά προς τα κάτω, όταν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου μειώνονται. Στην αγορά του πετρελαίου η ταχύτητα προσαρμογής επηρεάζεται από παράγοντες όπως το κόστος προσαρμογής και η ύπαρξη αποθεμάτων. Το κόστος προσαρμογής, δηλαδή το κόστος που έχουν οι εταιρείες για να υπολογίσουν και να δημοσιοποιήσουν τις τιμές τους, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα χαμηλό για τις εταιρείες πετρελαιοειδών, αφού το μόνο που χρειάζεται είναι η αλλαγή των ενδείξεων των τιμών στα πρατήρια. Η ύπαρξη αποθεμάτων επηρεάζει την τιμολόγηση, καθώς αν οι εταιρείες διαθέτουν αποθέματα πετρελαίου του οποίου η διεθνής τιμή αυξάνεται, μπορούν να περιμένουν μέχρι να παραλάβουν το νέο φορτίο ώστε να αυξήσουν την τιμή. Ετσι, πιθανές απότομες αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου μπορούν να μετακυλιστούν στην τιμή της βενζίνης πιο αργά, με χαμηλότερη ταχύτητα. Η διάρθρωση της αγοράς, σύμφωνα με τη μελέτη της ΤτΕ, αντανακλά τον βαθμό δύναμης μιας εταιρείας και αποτελεί μια καλή εξήγηση του φαινομένου. Οταν για παράδειγμα σε μια αγορά δραστηριοποιούνται λίγες εταιρείες, υπάρχει κίνητρο σύναψης μυστικών συμφωνιών και δημιουργίας καρτέλ μεταξύ τους, με σκοπό ένα σταθερό ποσοστό κέρδους. Η συμπεριφορά των καταναλωτών, το κατά πόσο δηλαδή επιλέγουν το πρατήριο που θα προμηθευθούν βενζίνη μετά μια έρευνα αγοράς, ενισχύει το φαινόμενο της ασύμμετρης προσαρμογής. Οι καταναλωτές στην Ελλάδα συχνά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι κάποια πρατήρια είναι φθηνά χωρίς να το επιβεβαιώνουν καθημερινά, συμπεριφορά που εκμεταλλεύονται οι πρατηριούχοι, αντιδρώντας μη συμμετρικά στις μεταβολές των τιμών πετρελαίου. Την ασύμμετρη προσαρμογή επηρεάζουν δύο ακόμη παράγοντες. Αυτοί είναι η ποσότητα των μελλοντικών αποθεμάτων και το κόστος παραγωγής όπως και η δυναμικότητα παραγωγής των διυλιστηρίων.
«Εξάρτηση» κατά 65% από το πετρέλαιο
Η κατανάλωση πετρελαίου αντιπροσωπεύει πάνω από το 65% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας στην Ελλάδα για τα έτη 1999-2010 κατά μέσον όρο, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Eίναι ενδεικτικό ότι το 2010, έτος κρίσης, η κατανάλωση πετρελαίου αντιπροσώπευε το 63,7% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας. Το υψηλότερο μερίδιο κατέχει ο τομέας της μεταφοράς με 63% κατά μέσον όρο τα έτη 2007-2012. Κατά συνέπεια, οι μεταβολές των καυσίμων επηρεάζουν στον μεγαλύτερο βαθμό τα πραγματικά εισοδήματα των καταναλωτών και γι’ αυτόν το λόγο αποτελούν συχνά αντικείμενο της δημόσιας συζήτησης. Σε ό,τι αφορά τη δομή της αγοράς, στη διύλιση δραστηριοποιούνται δύο εταιρείες (ΕΛΠΕ και ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ), που ελέγχουν τα 4 διυλιστήρια της χώρας. Στην αγορά χονδρικής δραστηριοποιούνται περίπου 20 εταιρείες, εκ των οποίων κάποιες είναι θυγατρικές των διυλιστηρίων. Η αγορά χονδρικής, σύμφωνα με τη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας, δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερο βαθμό συγκέντρωσης, αν και τέσσερις μεγάλες εταιρείες κατέχουν μερίδιο πάνω από 50%. Η αγορά της λιανικής χαρακτηρίζεται από τη δραστηριοποίηση ενός πολύ μεγάλου αριθμού πρατηρίων που φτάνει τις 7.000. Στην Ελλάδα αντιστοιχεί ένα πρατήριο σε 1.400 κατοίκους όταν στην Ε.Ε. αντιστοιχεί 1 πρατήριο σε 3.800 κατοίκους.
Χρυσα Λιαγγου
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
7
Σχόλια (0 σχολιάστηκε):
Σχολιάστε το άρθρο