Μαζί με την Ελλάδα σώθηκε και το ευρώ
Του Σταυρου Τσουκαντα*
Από το 2008 ΗΠΑ και Ευρώπη αντιμετωπίζουν η μεν πρώτη χρηματοπιστωτική κρίση (που ξεκίνησε από την πτώχευση της Lehman brothers, λόγω της φούσκας των στεγαστικών της δανείων), κατάρρευση των χρηματιστηρίων της και μεγάλη ανεργία, η δε δεύτερη κρίση τεράστιου χρέους (σε σχέση με ολονέν επιδεινούμενο ΑΕΠ), συνεχών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και μεγάλης ανεργίας, που ξεκίνησαν από το ελληνικό κράτος. Τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Ευρώπη αναζητούν σήμερα διεξόδους που φαίνεται να καρποφορούν παρά τις δυσκολίες που αφορούν τις μεν ΗΠΑ οι ανά τον κόσμο γεωστρατηγικές της υποχρεώσεις και η ανεργία, τη δε Ευρώπη οι αδυναμίες της πολύ χαλαρής συνομοσπονδιακής ένωσης, που δεν έχει για όλα τα κράτη της Ενωσης ενιαία νομισματική εκδοτική δυνατότητα, όπως η Ομόσπονδη Τράπεζα (FED) των ΗΠΑ. H ομοσπονδιοποίηση της Ευρωζώνης και η ανάθεση του εκδοτικού δικαιώματος στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) υπό την εποπτεία του Συμβουλίου των 17 υπουργών Οικονομικών (Eurogroup) θα ικανοποιούσε τις ανάγκες ρευστότητας των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Τότε μόνο θα δικαιώνονταν τα οράματα των ηγετών των έξι χωρών που υπέγραψαν στη Ρώμη (1957) τη Συνθήκη Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με τις Συνθήκες του Αμστερνταμ (1997) και της Νίκαιας (2001), σύμφωνα με τις οποίες ρητά συμφωνήθηκε ότι βασικοί κανόνες που θα διέπουν τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν στην Ενωση, είναι «η οικονομική και κοινωνική συνοχή τους, καθώς και η μεταξύ τους αλληλεγγύη».
Ομως ο εθνικισμός των κρατών-μελών της Ε.Ε. και ο οξύς ανταγωνισμός που επιτρέπει ο άκρατος φιλελευθερισμός, κατέστησε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (με προεξάρχουσα τη Γερμανία) ισχυρές οικονομίες με συγκέντρωση μεγάλων κεφαλαίων από τις εξαγωγές βιομηχανικών της προϊόντων, το 40% των οποίων εισήχθη στις ευρωπαϊκές χώρες σε βάρος της ρευστότητάς τους, η οποία σιγά σιγά στέρεψε, με αποτέλεσμα άλλες να μπήκαν και άλλες κοντεύουν να μπουν σε καθεστώς στενής επιτήρησης γνωστό και ως Mνημόνιο.
Το αμερικάνικο «ντόμινο» της οικονομικής κρίσης επαναλαμβάνεται και στην Ευρώπη, με πρώτη και καλύτερη την Ελλάδα, κυβερνήσεις και πολίτες της οποίας σπαταλούσαν (κυρίως μέσω του Ισοζυγίου Εξωτερικών Πληρωμών) πολύ περισσότερα απ’ όσα παρήγαγε η χώρα τους. Καθ’ ον χρόνο άδειαζαν τα ταμεία, πολίτες και κυρίως το κράτος δανείζονταν σωρηδόν, με αποτέλεσμα να ζούμε σήμερα το άγχος, από τη μια ενός πελώριου χρέους 346 δισ. ευρώ (μετά το «κούρεμα» της πρόσφατης επαναγοράς του) και από την άλλη ενός υπερκαταναλωθέντος ΑΕΠ κατά το 1/4 του, τα τελευταία 4½ χρόνια. Οταν ένα κράτος αποκλειστεί από τις αγορές κεφαλαίων (funds) και κάνει στάση πληρωμών θεωρείται ότι πτώχευσε ή (εν πάση περιπτώσει) εάν ενισχυμένο με νέα δανεικά συνεχίζει να πληρώνει μόνο αναγκαίες δαπάνες (π.χ. μισθούς και συντάξεις του Δημοσίου), θεωρείται ότι έχει περιέλθει σε καθεστώς «οιονεί» πτώχευσης.
Η ελπίδα όμως πεθαίνει τελευταία. Μετά τη μείωση τους χρέους κατά 21,4 δισ. με τη διαδικασία της επαναγοράς του και τις σωτήριες αποφάσεις του Eurogroup της 13/12/2012, θα εισρεύσουν προοδευτικά στην ελληνική οικονομία 52,4 δισ. ευρώ που θα συνοδεύονται με μεγάλες διευκολύνσεις, όπως παρατεταμένες περίοδοι χάριτος, μείωση επιτοκίων δανεισμού, χρονική επιμήκυνση χρέους χωρίς επανατοκισμό και τέλος επιστροφή από την ΕΚΤ εισπραχθέντων από τη χώρα μας υψηλών τόκων.
Eπειτα απ’ όλα αυτά θα περίμενε κανείς ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με προεξάρχοντα τον ΣΥΡΙΖΑ, θα τηρούσαν περισσότερο πατριωτική συμπεριφορά, ώστε να μετριαστεί η ένταση της αναμενόμενης αγανάκτησης του λαού στα επώδυνα μέτρα του νέου Mνημονίου. Ολοι κρινόμαστε αυτές τις δύσκολες στιγμές και η Iστορία θα καταγράψει ποιοι πολιτικοί στάθηκαν αντάξιοι της εμπιστοσύνης μας, αψηφώντας την προσωπική τους υστεροφημία. Θεωρώ μεγάλο ρεζιλίκι (όχι τόσο για τον ίδιο και το κόμμα του, αλλά κυρίως τη χώρα) το σκανδαλώδες ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα στη Λατινική Αμερική. Ειλικρινά ντρέπομαι ως Ελληνας για τα καμώματα και τις επιλογές αυτού του νέου, ο οποίος μετά τις ερμητικά κλειστές πόρτες όλων των κομμάτων και όλων των ηγετών της Ευρώπης, αναζήτησε χώρες με κοινωνικοοικονομικό (πρόσφατο και απώτερο) παρελθόν προς… αποφυγήν.
Η Λατινική Αμερική προσφέρεται για αναψυχή, κυρίως δε για όσους μιλάνε λατινικά καλύτερα από τις κυρίαρχες σε όλο τον κόσμο ευρωπαϊκές γλώσσες.
* Ο κ. Σταύρος Τσουκαντάς είναι πρώην γενικός διευθυντής του υπουργείου Ανάπτυξης
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
6
Σχόλια (0 σχολιάστηκε):
Σχολιάστε το άρθρο