Αποψη: Διαγραφή χρέους ως μοχλός για δομικές μεταρρυθμίσεις
Των Δημητρη Bαγιανου, Nικου Bεττα, Κωστα Mεγηρ*
Η ελληνική οικονομία συρρικνώνεται με δραματικούς ρυθμούς. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) έχει μειωθεί κατά 20% σε σταθερές τιμές από το 2008. Η ανεργία έχει τριπλασιαστεί και βρίσκεται στο 25%, ενώ η ανεργία στους νέους βρίσκεται στο 50%. Η οικονομική κρίση επηρεάζει πλέον την κοινωνική συνοχή. Τα περιστατικά ρατσιστικής και λοιπής βίας αυξάνονται και κόμματα με πολιτικά ακραίες ιδεολογίες διευρύνουν το ακροατήριό τους. Η κυβέρνηση συνεργασίας επικεντρώθηκε μετά τις εκλογές του Ιουνίου στην οριστικοποίηση του νέου πακέτου μέτρων ώστε να εκπληρώσει τα απαιτούμενα από την τρόικα για την εκταμίευση της επόμενης δανειακής δόσης. Οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, όμως, που είναι η βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη, όπως η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης και η απελευθέρωση των αγορών, προχωρούν πολύ αργά. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συναντούν αντιστάσεις από πολλά κατεστημένα συμφέροντα και από πολιτικούς που τα εκφράζουν. Ομως και η τρόικα δεν τους έχει δώσει αρκετή σημασία σε σχέση με τα μέτρα λιτότητας.
Εάν τα πράγματα συνεχίσουν ως έχουν, η Ελλάδα κινδυνεύει με καταστροφή: περαιτέρω μείωση του ΑΕΠ, μια χαοτική χρεοκοπία και έξοδο από το ευρώ, ακραία πολιτικά κόμματα στην εξουσία και διεθνή απομόνωση. Ομως και η Ευρώπη έχει να χάσει, καθώς η πολυετής διαδικασία ενοποίησής της θα αναστραφεί και η πίστη στο ευρώ θα κλονιστεί. Αν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θέλουν να αποφύγουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα πρέπει να εκπονήσουν επειγόντως μια ξεκάθαρη και μακροχρόνια στρατηγική με δύο βασικούς στόχους: τη μείωση του ελληνικού χρέους -σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από αυτό που συζητείται μέχρι τώρα- και τη σε βάθος μεταρρύθμιση της δυσλειτουργικής ελληνικής οικονομίας.
Λόγω της μεγάλης πτώσης του ΑΕΠ, το χρέος του ελληνικού Δημοσίου προβλέπεται να αυξηθεί στο 189% του ΑΕΠ το 2013 από 129% το 2009. Η μεγάλη αυτή αύξηση έχει σημειωθεί παρά την αναδιάρθρωση του χρέους που κατείχαν οι ιδιώτες πιστωτές (PSI) και παρά τα δραστικά μέτρα λιτότητας που έχουν σχεδόν μηδενίσει το πρωτογενές έλλειμμα. Επιπλέον μέτρα λιτότητας, τα οποία στοχεύουν στη δημιουργία μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων που απαιτούνται για τη σταδιακή μείωση του χρέους, θα προκαλέσουν περαιτέρω μείωση του ΑΕΠ και θα είναι πρακτικά αδύνατο για την Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της στο ακέραιο. Οι Ευρωπαίοι εταίροι πρέπει να αποδεχθούν αυτή την πραγματικότητα και να διαγράψουν ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού χρέους, έτσι ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να ανακάμψει και να αποπληρώσει το υπόλοιπο. Αν και αρκετοί εταίροι αντιλαμβάνονται ότι μια σημαντική ελάφρυνση του χρέους είναι απαραίτητο συστατικό της λύσης, πολλοί ανησυχούν ότι θα οδηγούσε σε ανάσχεση των κινήτρων για μεταρρύθμιση: το πολιτικό σύστημα και οι βασικοί οικονομικοί παράγοντες, έχοντας ξεφύγει από την ασφυκτική πίεση, θα λειτουργούσαν με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που οδήγησε στην κρίση, αν και πλέον ξεκινώντας από ένα χαμηλότερο επίπεδο. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τον πολιτικό λόγο ακραίων κομμάτων τα οποία απαιτούν διαγραφή χρέους και ταυτόχρονα αντιτίθενται σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Διαγραφή χρέους μπορεί όμως να γίνει με τρόπο που να ισχυροποιήσει τα κίνητρα για μεταρρύθμιση. Ετσι το ελληνικό χρέος, που ούτως ή άλλως δεν μπορεί να αποπληρωθεί στο ακέραιο, θα παίξει έναν ωφέλιμο ρόλο.
Πώς αυτό είναι δυνατό; Οπως περιγράψαμε πριν από ενάμιση χρόνο στην «Καθημερινή» (Μεταρρύθμιση και Αναδιάρθρωση, 18/5/2011), η διαγραφή του χρέους θα πρέπει να γίνει σταδιακά σε βάθος χρόνου και σε απόλυτη συνάρτηση με την επίτευξη προκαθορισμένων στόχων που αφορούν θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα στην Ελλάδα να αποσύρει διακρατικό χρέος ίσο με το 50% του συνολικού της χρέους μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, αν στο τέλος κάθε χρόνου έχει σημειώσει επαρκή πρόοδο σε τομείς όπως η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, η ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης, η πάταξη της διαφθοράς, η απελευθέρωση των αγορών κ.λπ. Η πρόοδος σε κάθε τομέα θα μπορούσε να μετρηθεί με υπάρχοντες δείκτες που δημοσιεύουν οργανισμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Γενικότερα, η τρόικα οφείλει να δώσει πλέον πολύ μεγαλύτερη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις και όχι στην άμεση επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Η αρχική επιμονή στη μείωση του ελλείμματος ήταν ορθή, καθώς αυτό δεν ήταν σε βιώσιμα επίπεδα. Ομως, η συνεχιζόμενη λιτότητα είναι αντιπαραγωγική γιατί υπονομεύει τις μεταρρυθμίσεις.
Οι μεταρρυθμίσεις έχουν προς το παρόν συναντήσει ισχυρές αντιστάσεις από πολλούς Ελληνες πολιτικούς και κατεστημένα συμφέροντα. Οι πολιτικοί όμως δύσκολα θα μπορέσουν να αντισταθούν στις μεταρρυθμίσεις εάν αυτές περιγραφούν ως προϋπόθεση για να διαγραφεί μεγάλο μέρος του χρέους και να αποφευχθεί μια ασύντακτη χρεοκοπία. Η έμφαση στις μεταρρυθμίσεις με αντάλλαγμα τη μείωση του χρέους θα ήταν ευπρόσδεκτη από τον ελληνικό λαό, η υποστήριξη του οποίου είναι απαραίτητη για την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων. Μια τέτοια πορεία θα εξασφάλιζε την μακροχρόνια ανάπτυξη και θα απομόνωνε τους κάθε λογής δημαγωγούς. Πολλοί από τους πολίτες και ακόμη περισσότεροι από τους πολιτικούς φαίνεται να πιστεύουν ότι με την ψήφιση των μέτρων από το Κοινοβούλιο και την εκταμίευση της επόμενης δανειακή δόσης η Ελλάδα εκπλήρωσε πλέον τις υποχρεώσεις της και οι Ευρωπαίοι τις δικές τους. Ομως η πραγματική υποχρέωση και των δύο πλευρών, και προϋπόθεση για έξοδο από την κρίση, είναι ο ουσιαστικός επαναπροδιορισμός της οικονομίας και ταυτόχρονα η πειστική διαχείριση του χρέους. Η ελληνική κοινωνία πρέπει να κατανοήσει ότι η αντίσταση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στην ενδυνάμωση των θεσμών και στην ελεύθερη αγορά είναι αυτοκτονική. Αλλά και η επιμονή της τρόικας για περαιτέρω περικοπές είναι καταστροφική, καθώς θα οδηγήσει σε μια συνεχιζόμενη καθοδική πορεία της οικονομίας και στη ρήξη των δεσμών της Ελλάδας με τη φυσική της σύμμαχο, την Ευρώπη. Και, φυσικά, οι πιστωτές δεν πρόκειται να πάρουν πίσω ούτε ένα ευρώ.
* Ο Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics, ο Νίκος Βέττας είναι καθηγητής Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Κώστας Μεγήρ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Yale. Σχετικό άρθρο τους, «Greece needs reform, not austerity», δημοσιεύεται στο Bloomberg.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
6
Σχολιάστε το άρθρο