Απόψεις γύρω από τη νομιμότητα επιβολής του νέου ειδικού "τέλους ακινήτων" (συμπληρωμένο)
Μετά από αίτημα της Διοίκησης του Συλλόγου ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ για την εξέταση της συνταγματικότητας του “Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών” (Τέλος Ακινήτων), οι δικηγόροι Αθηνών και νομικοί σύμβουλοι του Συλλόγου, κ.κ. Παναγιώτης Χασιώτης και Χρήστος Κλειώσης, κατέθεσαν τις παρακάτω απόψεις:
Σκέψεις σχετικά με τη νομιμότητα επιβολής του νέου ειδικού "τέλους ακινήτων"
από τον κ. Παναγιώτη Χασιώτη
α) Η επιβολή του νέου τέλους ακίνητης περιουσίας συναρτάται με τις τιμές ζώνης, και την παλαιότητα των κτισμάτων, αλλά δεν βρίσκεται σε συνάρτηση με το πραγματικό εισόδημα του φορολογούμενου ιδιοκτήτη. Ο φόρος για να είναι αναλογικός και συμβατός με το Σύνταγμά μας πρέπει να είναι ανάλογος με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Το γεγονός ότι δύο φορολογούμενοι ιδιοκτήτες ακινήτων έχουν ένα ακίνητο της ίδιας αντικειμενικής αξίας δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι έχουν και την ίδια οικονομική δυνατότητα να καταβάλλουν και τον ίδιο ετήσιο φόρο (!), λαμβανομένου υπόψιν ότι το ακίνητο δεν τους αποφέρει εισόδημα.
Το σχέδιο νόμου παραβιάζει τα άρθρα 17 (παρ. 1) και 4 (παρ. 5) του Συντάγματος, καθώς, η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, κατά τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, είναι νοητή εφόσον η περιουσία αυτή φέρει κάποια πρόσοδο. Όταν δηλαδή παράγει, αμέσως ή εμμέσως, κάποιο εισόδημα. Έτσι π.χ. είναι συνταγματικώς επιτρεπτή η φορολόγηση του τιμήματος πώλησης ή του εισοδήματος από ενοικίαση, μακροχρόνια μίσθωση ή άλλη επενδυτική δραστηριότητα σχετική με το ακίνητο. Πρόκειται για μια μορφή δρομολογημένης δήμευσης της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία προσβάλλει ευθέως το Σύνταγμα.
β) Επίσης παραβιάζεται και η αρχή της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας, δηλαδή της φορολογήσεως της ίδιας φορολογητέας ύλης για την ίδια αιτία. Η επιβολή του νέου ειδικού τέλους ακινήτων αποτελεί δεύτερη φορολόγηση των ιδιοκτητών ακινήτων για την ίδια αιτία (επί της ουσίας δεύτερος φόρος ακίνητης περιουσίας), δεδομένου ότι ήδη οι κάτοχοι ακίνητης περιουσίας, με αξία άνω των 200.000 Ευρώ, έχουν καταβάλει και τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας και μάλιστα για το ίδιο οικονομικό έτος (2011). Η διπλή φορολόγηση αντίκειται και στο άρθρο 17 του Συντάγματός μας, αλλά και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ που προστατεύουν την ιδιοκτησία και τα εν γένει περιουσιακά δικαιώματα του ατόμου.
γ) Προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος:
Με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας". Η διάταξη αυτή, η οποία βρίσκεται στο Τμήμα Α΄ του πρώτου μέρους του Συντάγματος, που φέρει τον τίτλο "Μορφή του Πολιτεύματος", δεν θεσπίζει "ατομικό δικαίωμα", αλλά χαρακτηρίζει το δημοκρατικό μας πολίτευμα ως ανθρωποκεντρικό, με θεμέλιο την αξία του ανθρώπου. Ο σεβασμός της αναγορεύεται σε ύπατο κριτήριο της έκφρασης και δράσης των οργάνων της πολιτείας. Στην αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται πρωτίστως η ανθρώπινη προσωπικότητα ως εσωτερικό συναίσθημα τιμής και ως κοινωνική αναγνώριση υπόληψης. Με βάση τη διάταξη αυτή του άρθρου 2, που δεν αποτελεί απλή διακήρυξη, αλλά κανόνα δικαίου συνταγματικού επιπέδου, η πολιτεία, δηλαδή όλα τα πολιτειακά όργανα, οφείλουν όχι μόνο να "σέβονται" αλλά και να "προστατεύουν" την αξία αυτή (Ολ ΑΠ 40/1998).
Πρόκειται για μία θεμελιώδη συνταγματική διάταξη που εξαιρείται από τις υποκείμενες σε αναθεώρηση ή αναστολή διατάξεις (άρθρο 110 παρ. 1 και άρθρο 48 παρ. 1 του Συντάγματος).
Το τέλος ακινήτων αντίκειται στην αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου:
1) Διότι υποβαθμίζει τον φορολογούμενο ιδιοκτήτη, ακόμη και τον άνεργο και τον οικονομικά ασθενέστερο, σε αντικείμενο επίτευξης «εκτάκτων» δημοσιονομικών στόχων για τη μείωση ελλειμμάτων.
2) Η διακοπή της ηλεκτροδότησης σε άτομα που αδυνατούν να καταβάλλουν τον φόρο τους οδηγεί σε έσχατη εξαθλίωση και θέτει σε κίνδυνο την υγεία και την επιβίωσή τους.
3) Ασκεί ένα είδος ψυχολογικής βίας και απειλής σε οικονομικά ασθενέστερα άτομα, τέτοια που δεν συνάδει με τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα του Συντάγματός μας και τις δημοκρατικές παραδόσεις της χώρας μας.
δ) Προσβολή της ελευθερίας των συναλλαγών και της οικονομικής ελευθερίας κατά το άρθρο 5 παρ. 1 και 106 του Συντάγματος.
Η επιβολή του φόρου ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ παραβιάζει τόσο το σύνταγμα όσο και τους όρους της σύμβασης ιδιωτικού δικαίου που υπέγραψε η ανώνυμη εταιρεία (είτε η Δ.Ε.Η. είτε άλλες εταιρείες) με τον κάθε καταναλωτή. Οι συμβάσεις που υπογράφηκαν καθορίζουν ρητώς τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων. Δεν προκύπτει λοιπόν καμία άλλη υποχρέωση για τους καταναλωτές πέραν της πληρωμής του κόστους του ρεύματος που κατανάλωσαν. Η ρύθμιση που θα επιβάλλει να πληρώσουν οι καταναλωτές έναν φόρο σε τρίτο φορέα παραβιάζει αφενός τους όρους της σύμβασης και αφετέρου τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ελευθερίας των συναλλαγών και την οικονομική ελευθερία. Η Πολιτεία δεν έχει δικαίωμα μονομερώς να ακυρώσει τις συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου που έχουν υπογραφεί για την παροχή ηλεκτροδότησης.
Ακυρώνει συμβόλαια παροχής ηλεκτροδότησης του έχουν υπογράψει ιδιώτες καταναλωτές ακόμη και με 100% ιδιωτικές εταιρείες παροχής ηλεκτροδότησης. Συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό στην οικονομική ελευθερία κατά παράβαση και της αρχής της αναλογικότητας.
ε) Παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας:
Η επιβολή του εν λόγω φόρου (τέλους) σε όλες τις ιδιωτικές ηλεκτροδοτούμενες επιφάνειες χωρίς τη δυνατότητα πρόβλεψης διαδικασίας ανταπόδειξης σχετικά με την πραγματική φοροδοτική ικανότητα του υπόχρεου ιδιοκτήτη του ακινήτου θεσπίζει ουσιαστικά αμάχητο τεκμήριο οικονομικής και φοροδοτικής ικανότητας των επιβαρυνόμενων με το τέλος ιδιοκτητών ακινήτων. Η ουσιαστική καθιέρωση όμως τέτοιων αμάχητων τεκμηρίων δύναται να οδηγήσει στη φορολόγηση πλασματικής φορολογητέας αξίας, εφόσον θα αντιστοιχεί σε πλασματική φοροδοτική ικανότητα του επιβαρυνόμενου ιδιοκτήτη, χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα ανταπόδειξης. Με τον τρόπο αυτό, πέραν του ότι παραβιάζεται η αρχή της φορολογικής ισότητας, περιορίζεται ανεπίτρεπτα και το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).
Σκέψεις που υποστηρίζουν ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα του "τέλους ακινήτων"
από τον κ. Χρήστο Κλειώση
α) Αντίθεση στην αρχή της νομιμότητας του φόρου
Το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει: "Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος." Δυνάμει της ρύθμισης αυτής είναι αμφίβολης συνταγματικότητας μια διάταξη που ορίζει ότι η βάση υπολογισμού του φόρου δεν καθορίζεται από τον νόμο όπως αυτός θα εφαρμοστεί από διοικητικές αρχές, αλλά θα καθοριστεί (ή έχει ήδη καθοριστεί) από την ΔΕΗ ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος. Ο λόγος είναι απλός: η χρήση της μεθόδου υπολογισμού που ακολουθεί η ΔΕΗ συνιστά σιωπηρή αλλά ξεκάθαρη εξουσιοδότηση προς νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου να καθορίσει το αντικείμενο του φόρου, το οποίο παρέλειψε να προσδιορίσει με επάρκεια ο φορολογικός νομοθέτης. Η ρύθμιση αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση μόνο με την ανωτέρω διάταξη που επιβάλλει να είναι καθορισμένο το αντικείμενο του φορου από τον νόμο, αλλά έρχεται σε μείζονα λόγω και με την απαγόρευση εξουσιοδότησης προς την διοίκηση, πολλώ δε μάλλον σε ιδιώτη, να καθορίσει ένα από τα στοιχεία του φόρου, και εν προκειμένω την βάση υπολογισμού που είναι η επιφάνεια του ακινήτου που θα φορολογηθεί.
Σημειώνεται ότι ο νόμος 2130/1993 στηρίζεται σε ένα τελείως διαφορετικό νομικό σύστημα φορολογίας: την επιβολή ανταποδοτικών τελών από ΟΤΑ. Στην συγκεκριμένη κατηγορία δημοσιονομικών εσόδων επιτρέπεται η νομοθετική εξουσιοδότηση προς όργανα της διοίκησης (δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε η ΔΕΗ να περιληφθεί σε αυτά). Όμως στα πλαισια του συστήματος αυτού, οι διατάξεις ελέγχονται από πλευράς υπάρξεως ή όχι ανταποδοτικότητας. Είναι προφανές ότι ο νομοθέτης προσπαθεί να μεταφέρει την ευχέρεια της δυνατότητας καθορισμού του αντικειμένου του τέλους με εξουσιοδότηση, σε ένα τελείως διαφορετικό νομικό πλαίσιο στο οποίο δεν είναι ανεκτή συνταγματικά ο κατ' εξουσιοδότηση καθορισμος της βάσης του φόρου.
β) Αντίθεση στην αρχή της βεβαιότητας του φόρου
Έκφανση της αρχής της βεβαιότητας του φόρου είναι η ύπαρξη δυνατότητας προσδιορίσμού ανά πάσα στιγμή του υποκειμένου της φορολογικής ενοχής. Είναι απαραίτητο να είναι σαφές σε επιπεδο νόμου το ποιο θα είναι το πρόσωπο σε βάρος του οποίου θα γίνεται η βεβαίωση του φόρου. Στην προτεινόμενη προς ψήφιση διάταξη γίνεται λόγος για βαρυνόμενο πρόσωπο, το οποίο θεωρεί ο νόμοθέτης ότι θα πρέπει να επιβαρυνθεί το κόστος του φόρου, δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια όμως η έννοια του προσώπου που θα πρέπει να καταβάλλει τον φόρο. Ειδικότερα ο νόμος κάνει λόγο για την καινοφανή νομικώς έννοια "χρήστης του ακινήτου", το περιεχόμενο της οποίας είναι ασαφές. Στην πράξη ο νομοθέτης θέλει να αποκτήσει ένα εργαλείο βεβαίωσης φόρων σε βάρος κάθε προσώπου που πληρώνει λογαριασμο ηλεκτρικού ρεύματος. Η καινοφανής έννοια αυτή όμως έχει προβλήματα: ανά πάσα στιγμή μπορεί να αμφισβητηθεί η ιδιότητα αυτή (του χρήστη ακινήτου), δεδομένου ότι το πρόσωπο που πληρώνει τον λογαριασμό, και σε βάρος του οποίου θα γίνει η βεβαίωση, είναι ένα πρόσωπο το οποίο έχει συνάψει ενοχική σύμβαση παροχής υπηρεσιών με τον πάροχο του ηλεκτρικού ρεύματος, και είναι σφόδρα πιθανό να μπορεί να αποδείξει δικαστικώς ότι δεν είναι ο "χρήστης του ακινήτου". Θεωρώ ότι η αβεβαιότητα ως προς το προσωπο του οφειλέτη θα λειτουργήσει αρνητικά για τα σκοπούμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα με την έννοια της γέννεσης μεγάλου αριθμού δικαστικών αμφισβητήσεων της ιδιότητας του "χρήστη το ακινήτου". Επομένως ο οφθαλμοφανής κίνδυνος να προκληθεί ανασφάλεια ως προς το πρόσωπο του οφειλέτη του φόρου από την εφαρμογή αυτού του μέτρου, με την άκριτη βεβαίωση φόρου σε βάρος προσώπων που θα μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι "χρήστες ακινήτων" αλλά μόνο συμβαλλόμενοι με την ΔΕΗ, θα πρέπει να οδηγήσει τον όποιο δικαστή κρινει την νομιμότητα του μέτρου, ότι ο φορος του οποίου το υποκείμενο δεν ειναι προσδιορισμένο με ακρίβεια, είναι αντίθετος στην αρχή της βεβαιότητας του φόρου.
Υπενθυμίζεται ότι η φράση "χρήστης ακινήτου" εκτός από αδόκιμη οδηγεί σε αρνητικούς συνειρμούς (βλ. χρήστης ναρκωτικων) και υποδηλώνει πληρη άγνοια εμπραγμάτου δικαίου από το οποίο θα μπορούσαν να αντληθούν πιο δόκιμοι όροι.
Σύλλογος ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ
Επιστημονική Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Σχόλια (13 σχολιάστηκε):
απο τη στιγμη που ερχεται σε δυο δοσεις ο φορος (μεσω δεη) πως θεβρειτε ληξιπροθεσμος και λενε "κοψτε το ρευμα?" ακομα και με τη λογικη τους , θα επρεπε να ερθει το συνολο του φορου και αν δεν πληρωθει να ακολουθηθει "το κοψιμο του ρευματος"
Άρθρο 4
2) Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
5) Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.
Το κράτος αδυνατεί, δεν μπορεί, δεν θέλει να εφαρμόσει τον νόμο και να εισπράξει τους φόρους. Άρα πολλοί είναι αυτοί που ΔΕΝ συνείσφεραν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη (4.5). Και έτσι βγάζει έναν νόμο που "τιμωρεί" τον πολίτη ο οποίος ήταν νομοταγής τηρώντας μέχρι όλες του τις υποχρεώσεις. Άρα ουσιαστικά απαλλάσσει αυτούς που διέφυγαν τον νόμο μέχρι τώρα. Επομένως εγώ δεν έτυχα τής ίδιας μεταχείρησης με αυτούς που διέφυγαν τον νόμο πράγμα το οποίο το κράτος είναι υπεύθυνο να τηρεί.
Είναι η δεν είναι αντισυνταγματικός ο νόμος σύμφωνα με τα παραπάνω???
Σχολιάστε το άρθρο